Με τον εφαρμοστικό νόμο που ψηφίστηκε για την Υγεία, όλοι οι γιατροί πρέπει να συνταγογραφούν τα φάρμακα με βάση τη δραστική ουσία. Η έναρξη της συνταγογράφησης με αυτόν τον τρόπο έγινε την 1η Απρίλη πιλοτικά για 10 δραστικές ουσίες. Αυτές προσδιορίστηκαν από την αρμόδια Επιτροπή του υπουργείου Υγείας και αφορούν τις 10 πρώτες σε κατανάλωση θεραπευτικές κατηγορίες. Θα αξιολογούνται τα αποτελέσματα σε μηνιαία βάση μέχρι την 1η Ιούνη, και από κι έπειτα η συνταγογράφηση με βάση τη δραστική ουσία θα είναι υποχρεωτική και καθολική. Το ύψος της φαρμακευτικής δαπάνης που θα αποζημιώνουν τα ασφαλιστικά ταμεία θα καθορίζεται με βάση τη χαμηλότερη τιμή του φαρμάκου. Σε περίπτωση που κριθεί από το γιατρό ότι απαιτείται κάποιο άλλο ακριβότερο φάρμακο, ο ασθενής θα πληρώνει τη διαφορά συν τη συμμετοχή 25%.
Το κριτήριο που θέτει η κυβέρνηση γι' αυτές τις αλλαγές είναι η μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, καθώς τα γενόσημα είναι πιο φθηνά και τα ασφαλιστικά ταμεία θα αποζημιώνουν το φθηνότερο φάρμακο από αυτά που κυκλοφορούν για την ίδια πάθηση.
Το μέτρο αυτό εντάσσεται στη συνολικότερη πολιτική της κυβέρνησης για άγριες περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες Υγείας και αποτελεί συνέχεια των αντιλαϊκών μέτρων που πάρθηκαν όλο το προηγούμενο διάστημα στο χώρο της Υγείας. Υπηρετεί το διακηρυγμένο στόχο της κυβέρνησης για μείωση του «μη μισθολογικού κόστους», που υποδηλώνει την αντίληψή της ότι οι εργαζόμενοι και τα δικαιώματά τους - ανάμεσα σε αυτά και το δικαίωμα στην Υγεία - είναι κόστος που πρέπει να μειωθεί.
Η κριτική μας δεν εστιάζει στο αν πρόκειται για αυτό καθαυτό γενόσημο ή πρωτότυπο φάρμακο, αλλά στο πλαίσιο ποιας πολιτικής και για ποιο σκοπό προωθείται η αύξηση της χρήσης των γενόσημων.
Υποστηρίζουμε την παραγωγή, εισαγωγή και διάθεση ποιοτικού και δωρεάν φαρμάκου (είτε είναι πρωτότυπο είτε γενόσημο), με κριτήριο την αποτελεσματικότητά του και με σκοπό την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών. Υποστηρίζουμε την κατάργηση της πατέντας διότι αποτελεί μηχανισμό εξασφάλισης και προστασίας του μονοπωλιακού κέρδους, και απορρέει από την κατοχύρωση του φαρμάκου ως εμπορεύματος. Δεν είμαστε γενικά υπέρ των πρωτότυπων και κατά των γενόσημων φαρμάκων ή το αντίθετο. Είμαστε υπέρ των πρωτότυπων φαρμάκων με την έννοια της ανάγκης της έρευνας και παραγωγής νέων φαρμάκων που θα αντιμετωπίζουν νέες ασθένειες ή ασθένειες για τις οποίες δεν υπήρχαν φάρμακα, που θα βελτιώνουν την αποτελεσματικότητά τους, ελαχιστοποιώντας τις περιπτώσεις παρενεργειών και υπέρ της δυνατότητας να αναπαράγονται αυτά τα φάρμακα. Στον καπιταλισμό, που κριτήριο είναι το κέρδος, πολλαπλασιάζονται οι κίνδυνοι από τους ελλιπείς ελέγχους της ποιότητας των φαρμάκων, είτε είναι πρωτότυπα, είτε αντίγραφα, και πολύ περισσότερο σήμερα που οξύνεται ο ανταγωνισμός των φαρμακοβιομηχανιών για την αύξηση του μεριδίου στην αγορά φαρμάκων.
Αντιδράσεις για τους ελέγχους στα φάρμακα
Μπροστά στις αντιδράσεις διαφόρων φορέων και επιστημόνων που αμφισβητούν είτε την ποιότητα των «ανώνυμων» κυρίως γενόσημων (ΙΣΑ, ΕΙΝΑΠ, ΟΕΝΓΕ), είτε τους ίδιους τους ελέγχους από τις αρμόδιες αρχές (πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Φαρμακολογίας και μέλος της Επιτροπής Εγκρίσεων του ΕΟΦ), η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δε συντρέχει κίνδυνος για την υγεία των ασθενών, γιατί τα γενόσημα που θα κυκλοφορήσουν θα είναι ελεγμένα από τις αρμόδιες ευρωπαϊκές αρχές (Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων) και τις αντίστοιχες εθνικές (ΕΟΦ). Επίσης, και ο αμερικανικός Οργανισμός Φαρμάκων και Τροφίμων (FED) κάνει λόγο για εργοστάσια παραγωγής φαρμάκων σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, πολλά από τα οποία δεν έχουν ελεγχθεί ποτέ. Αφορμή γι' αυτή τη διαπίστωση αποτέλεσε το σκάνδαλο που προέκυψε από τη χρήση της μολυσμένης αντιπηκτικής ουσίας ηπαρίνη που είχε παραχθεί στην Κίνα και οδήγησε στο θάνατο 81 ανθρώπους στις ΗΠΑ το 2008. Η Γαλλική Ιατρική Ακαδημία εκφράζει τις ανησυχίες των μελών της για μετατόπιση της παραγωγής πρώτων υλών για γενόσημα σε χώρες όπως Ινδία, Πακιστάν κ.λπ. Προτάσσει την ανάγκη για συνεχείς ελέγχους της ποιότητας των δραστικών ουσιών που παράγονται στις χώρες αυτές και εφαρμογή των ίδιων κανόνων φαρμακοδιαθεσιμότητας σε όλο τον κόσμο. Οι Γάλλοι επιστήμονες που μελέτησαν τη σύνθεση περίπου 2.000 γενόσημων εξέφρασαν την επιφύλαξή τους για την ποιότητα των παραγόμενων σκευασμάτων κυρίως από την Ινδία γιατί αποκαλύφθηκαν διακυμάνσεις στην ποιότητά τους σε σχέση με τα πρωτότυπα.
Η διαδικασία ελέγχου από τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να εγκριθεί η κυκλοφορία ενός αντίγραφου φαρμάκου αφορά τον έλεγχο της βιοϊσοδυναμίας του, δηλαδή κατά πόσο η δραστική ουσία του αντίγραφου είναι ισοδύναμη με αυτή του πρωτότυπου. Αυτό όμως που κυρίως κάνουν οι ελεγκτές του ΕΟΦ δεν είναι ο έλεγχος της βιοϊσοδυναμίας αλλά αν η φαρμακοβιομηχανία μαζί με την αίτηση κυκλοφορίας ενός φαρμάκου έχει προσκομίσει και την αντίστοιχη έκθεση βιοϊσοδυναμίας. Αυτό φυσικά δε συνιστά ουσιαστικό έλεγχο. Η μαζική αντικατάσταση των πρωτότυπων φαρμάκων από αντίγραφα, σε συνδυασμό με την έλλειψη ουσιαστικών ελεγκτικών μηχανισμών από τον ΕΟΦ, μπορεί να οδηγήσει στη διακίνηση μη ασφαλών και αναποτελεσματικών φαρμάκων.
Από την άλλη, ακόμα κι αν δεχθούμε ότι γίνονται ουσιαστικοί έλεγχοι για τη βιοϊσοδυναμία ενός αντίγραφου σε σχέση με το αντίστοιχο πρωτότυπο, προκύπτει το εξής ζήτημα:
Ενα γενόσημο για να πιστοποιηθεί απαιτείται, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, απόκλιση της δραστικής του ουσίας όχι πάνω από 3%, και απόκλιση συνολικά της σύνθεσής του της τάξεως του 25%, πάνω ή κάτω από την κλινική διαθεσιμότητα του πρωτότυπου. Η κλινική διαθεσιμότητα είναι ο τρόπος διασποράς της δραστικής ουσίας για να γίνει βιοϊσοδύναμο με το πρωτότυπο. Εδώ παίζουν ρόλο τα έκδοχα. Ανάλογα λοιπόν με τι απόκλιση εμφανίζει ένα αντίγραφο και σε συνδυασμό με τα έκδοχά του, αυτό επιδρά διαφορετικά σε διαφορετικούς ασθενείς με την ίδια πάθηση. Σε μία περίπτωση μπορεί να είναι αναποτελεσματικό, και σε άλλη μπορεί να έχει παρενέργειες.
Αν διαπιστωθεί από το γιατρό ότι το φάρμακο το οποίο καλύπτει το ασφαλιστικό ταμείο δεν είναι αποτελεσματικό ή δημιουργεί παρενέργειες σε κάποιον ασθενή, επομένως χρειάζεται να του χορηγηθεί ένα άλλο φάρμακο, πιθανόν ακριβότερο, θα πρέπει να πληρώσει ο ασθενής τη διαφορά της τιμής του από αυτήν που αποζημιώνει το ασφαλιστικό ταμείο. Δηλαδή, ακόμα κι αν δεχτούμε ότι σε έναν αριθμό φαρμάκων που ανήκει στην ίδια θεραπευτική κατηγορία, γενόσημο ή πρωτότυπο, έχει γίνει ουσιαστικός έλεγχος και έχουν τηρηθεί οι προδιαγραφές, ενδέχεται να μην ανταποκρίνονται το ίδιο σε όλους τους ασθενείς.
Με τη δυνατότητα επίσης που δίνεται στον ασθενή να μπορεί ο ίδιος να επιλέγει το φάρμακο που θα του χορηγηθεί με κριτήριο το χαμηλότερο κόστος, επομένως και τη μικρότερη συμμετοχή του στη δαπάνη, ο γιατρός θα δυσκολεύεται να παρακολουθήσει την πορεία της θεραπείας του ασθενούς, λόγω της διαφορετικής «συμπεριφοράς» του φαρμάκου από αυτό που ο ίδιος έδωσε. Με τα νέα αυτά κριτήρια συνταγογράφησης, ενδέχεται ένας αριθμός ασθενών να υποστεί απορρύθμιση λόγω της αλλαγής των φαρμακευτικών σκευασμάτων, αφού θα αλλάξει τα φάρμακα που έπαιρνε και ήταν δοκιμασμένα.
Οι περιορισμοί, επομένως, που τίθενται στη συνταγογράφηση έχουν επίδραση στο ίδιο το επιστημονικό έργο του γιατρού και κατά συνέπεια στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών Υγείας και τελικά στη θεραπεία του ασθενούς. Διότι πέρα από τις πιθανές άμεσες συνέπειες στους ασθενείς (π.χ. παρενέργειες), οι περιοριστικοί κανόνες στη συνταγογράφηση θα έχουν ενδεχομένως και μακροπρόθεσμες συνέπειες στην εξέλιξη μιας πάθησης.
Κριτήριο συνταγογράφησης των φαρμάκων από το γιατρό πρέπει να είναι η αποτελεσματικότητα ενός φαρμάκου με βάση την επιστημονική του γνώση, και όχι το αν είναι φθηνό ή ακριβό, αντίγραφο ή πρωτότυπο, αν αναγράφεται η δραστική ουσία ή η εμπορική ονομασία.
Η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης
Η κυβέρνηση προβάλλει τα εξής επιχειρήματα:
1. Οτι «με τη συνταγογράφηση της δραστικής ουσίας θα καταπολεμηθεί η διασύνδεση ορισμένων γιατρών με συγκεκριμένες εταιρείες».
Αυτό το φαινόμενο, όπως και μία σειρά άλλων αντίστοιχων στο χώρο της Υγείας (προμήθειες, «φακελάκια» κ.λπ.) αποτελούν έκφραση της πολιτικής που αντιμετωπίζει την Υγεία συνολικά και το Φάρμακο ειδικότερα ως εμπόρευμα. Πάνω σε αυτή τη βάση γεννιούνται και αναπτύσσονται τέτοια φαινόμενα, και δεν μπορούν να εξαλειφθούν όταν κριτήριο της έρευνας, της παραγωγής και της διακίνησης του Φαρμάκου παραμένει το κέρδος. Υπάρχουν τα πρωτότυπα φάρμακα που για μία 10ετία δεν υπάρχουν αντίγραφα, γιατί προστατεύεται η ευρεσιτεχνία, η πατέντα τους. Αρα η διασύνδεση γιατρού και φαρμακευτικής εταιρείας θα υπάρχει γι' αυτά, ανεξάρτητα αν αναγράφεται η εμπορική ονομασία ή περιγράφεται η δραστική ουσία. Το ίδιο μπορεί να γίνει και με τα αντίγραφα. Αφού τα ασφαλιστικά ταμεία θα αποζημιώνουν το φάρμακο με τη χαμηλότερη τιμή και την τιμή την καθορίζει το κράτος σε συνεργασία με τους φαρμακοβιομήχανους, ενδεχομένως οι μίζες να μεταφερθούν από τους γιατρούς στα στελέχη του κρατικού μηχανισμού που θα φωτογραφίζουν στις προδιαγραφές που θα ορίζουν για την αποζημίωση συγκεκριμένων φαρμάκων. Αν υπάρχουν περισσότερα από 1 φθηνά αντίγραφα με την ίδια τιμή και δραστική ουσία, αυτός που μπορεί να προωθεί το φάρμακο συγκεκριμένης εταιρείας μπορεί να είναι ο φαρμακοποιός, άρα αυτός μπορεί να έχει διασύνδεση με την εταιρεία.
2. Οτι «υπάρχει μη ορθολογική χρήση των φαρμάκων και υπερσυνταγογράφηση».
Πρόκειται για υπαρκτά εν μέρει φαινόμενα που δεν μπορούν να γενικευτούν και σχετίζονται με την ίδια τη συγκρότηση και λειτουργία του συστήματος Υγείας, τις ελλείψεις του σε προσωπικό και υποδομές, ιδιαίτερα σε πρωτοβάθμιο επίπεδο, την αύξηση των ανασφάλιστων που χρησιμοποιούν άλλα βιβλιάρια, τη διασύνδεσή του με φαρμακευτικές επιχειρήσεις για κατευθυνόμενη συνταγογράφηση.
Θα είχαν μειωθεί σε σημαντικό βαθμό τέτοια φαινόμενα αν ο καθένας μπορούσε την ώρα της ανάγκης να βρίσκει στο δημόσιο σύστημα Υγείας εύκολα και γρήγορα τον κατάλληλο γιατρό και να παίρνει τα φάρμακα δωρεάν. Σχετίζεται, επίσης, και με την ανάγκη αλλαγής των θεραπειών, που τώρα ενδεχομένως με την υποχρεωτική συνταγογράφηση αντίγραφων φαρμάκων που θέτει η κυβέρνηση, να είναι πιο συχνό φαινόμενο. Σε τελική ανάλυση, η συνταγογράφηση με βάση τη δραστική ουσία από μόνη της δεν οδηγεί στη μείωση του όγκου της συνταγογράφησης.
3. Οτι «η συνταγογράφηση της δραστικής ουσίας δεν αποτελεί επιλογή της κυβέρνησης, αλλά της τρόικας που απορρέει από τη δανειακή σύμβαση».
Εντάσσεται στη συνηθισμένη επιχειρηματολογία της κυβέρνησης για να περάσει το σύνολο των αντιλαϊκών μέτρων με τις όσο το δυνατόν λιγότερες αντιδράσεις.
Το ζήτημα είναι ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί διαφορετικά να μειώσει τις φαρμακευτικές δαπάνες παρά μόνο με την προώθηση φθηνών αντίγραφων φαρμάκων. Επίσης, για να λειτουργήσει ο διεθνής ανταγωνισμός στο πλαίσιο της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίου και εμπορευμάτων απαιτείται άρση του όποιου προστατευτισμού υπήρχε στην ελληνική φαρμακοβιομηχανία. Εξάλλου, δεν μπορεί να λειτουργήσει η πρόσφατη εξαγγελία για χορήγηση «χύμα» φαρμάκων σε συνδυασμό με τη μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης αν δεν υλοποιηθεί ο νόμος για τη συνταγογράφηση της δραστικής ουσίας.
4. Οτι «με την αύξηση της κατανάλωσης γενόσημων, θα εξασφαλιστεί επάρκεια μέσω του μεγαλύτερου όγκου φαρμάκων που θα διατίθενται».
Η κυβέρνηση επιδιώκει να στηρίξει τη θέση της, ότι από τη μείωση των κρατικών δαπανών δεν πρόκειται να θιχτεί η φαρμακευτική περίθαλψη του λαού. Μάλιστα, ισχυρίζεται ότι θα υπάρχει επάρκεια φαρμάκων, απαντώντας έμμεσα στις σημερινές ελλείψεις πολλών φαρμάκων, συνδέοντας αυτό το γεγονός με την υψηλή κρατική φαρμακευτική δαπάνη. Η αλήθεια είναι ότι η έλλειψη φαρμάκων οφείλεται είτε στις μη εισαγωγές κάποιων εταιρειών γιατί έχουν μειωθεί οι τιμές ορισμένων σκευασμάτων και η κυκλοφορία τους στην Ελλάδα είναι ασύμφορη, είτε στις εξαγωγές φαρμάκων από την Ελλάδα σε άλλες χώρες που η τιμή τους είναι πιο ακριβή.
Με την αύξηση της κυκλοφορίας γενόσημων μπορεί να μην υπάρχουν ελλείψεις φαρμάκων, αλλά αυτό από μόνο του δεν εξασφαλίζει την ποιοτική, ασφαλή και αποτελεσματική δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
5. Οτι «αυτό το σύστημα συνταγογράφησης εφαρμόζεται σε μεγάλο ποσοστό στην ΕΕ και στις ΗΠΑ, και ότι η κατανάλωση γενόσημων είναι αυξημένη».
Στόχος της κυβέρνησης είναι να ανέβει η κατανάλωση σε γενόσημα φάρμακα ώστε η φαρμακευτική δαπάνη γι' αυτά να αυξηθεί από 18% που είναι σήμερα έναντι 20% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, στο 30% για το 2012 και στο 50% για το 2013. Οσον αφορά τις συσκευασίες τους, υπολογίζεται ότι τα γενόσημα αποτελούν το 35% - 40% των φαρμάκων που κυκλοφορούν στη χώρα μας (3.000 γενόσημα από συνολικά 7.500 φάρμακα), έναντι 50% της Ευρώπης.
Αναφέρουν χαρακτηριστικά ως παραδείγματα:
Στο Ηνωμένο Βασίλειο οι γιατροί εκπαιδεύονται κατά τη φοίτησή τους να συνταγογραφούν με βάση τη δραστική ουσία και πολλές υγειονομικές περιφέρειες παρέχουν κίνητρα - μεταξύ αυτών και οικονομικά - στους γιατρούς για να συνταγογραφούν με βάση τη δραστική ουσία. Αποτέλεσμα είναι το 80% των συνταγών να αφορούν τη δραστική ουσία του φαρμάκου.
Στη Γαλλία γιατροί και Ταμεία συμφώνησαν να αυξηθεί η επίσκεψη κατά 5 ευρώ προκειμένου τουλάχιστον το 25% των συνταγών να είναι με βάση τη δραστική ουσία.
Στη Γερμανία καθορίζονται ετήσιοι στόχοι ανά γιατρό για το ποσοστό των γενόσημων που θα συνταγογραφήσουν.
Αντίστοιχα και στο Βέλγιο οι γιατροί είναι υποχρεωμένοι να γράφουν ένα ποσοστό του συνόλου των συνταγών τους με «φθηνά» φάρμακα.
Στην Ισπανία οι γιατροί συνταγογραφούν τις δραστικές ουσίες των φαρμάκων και οι φαρμακοποιοί θα προκρίνουν τα φθηνότερα σκευάσματα.
Κριτήριο μιας πολιτικής είναι ο σκοπός τον οποίο καλείται να υπηρετήσει. Τα κράτη της ΕΕ, όπως και οι ΗΠΑ, είναι καπιταλιστικές χώρες και προφανώς η πολιτική των εθνικών τους κυβερνήσεων δεν μπορεί παρά να υπηρετεί τα συμφέροντα της πλουτοκρατίας, όπως και η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης. Το ότι αυτά τα μέτρα, όπως και πολλά άλλα, εφαρμόζονται σε μία σειρά καπιταλιστικές χώρες δε σημαίνει ότι αυτά υπηρετούν τις ανάγκες των λαών τους.
Ο ανταγωνισμός των φαρμακοβιομηχανιών
Στον κλάδο του Φαρμάκου ο ανταγωνισμός των επιχειρήσεων για τα μερίδια της παγκόσμιας αγοράς φαρμάκων γίνεται ολοένα και οξύτερος.
Πρώτη χώρα παραγωγής γενόσημων (αντίγραφων) φαρμάκων είναι η Ινδία. Τη δεκαετία του '70, η ινδική κυβέρνηση αποφάσισε να μην αναγνωρίζει τις «πατέντες» των φαρμάκων, προκειμένου να ενισχύσει την τοπική φαρμακοβιομηχανία. Ετσι αντιγράφονταν ακριβά φάρμακα μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών, που διακινούνταν και εξάγονταν κυρίως σε χώρες της Αφρικής σε πολύ χαμηλότερες τιμές. Αυτό βέβαια προκάλεσε την αντίδραση των φαρμακευτικών εταιρειών, που κατήγγειλαν την παραβίαση της «πατέντας» τους. Μετά και από αυτές τις αντιδράσεις η Ινδία, προκειμένου να ενταχθεί και στον ΠΟΕ (Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου) υπέγραψε συνθήκη η οποία προϋπέθετε σεβασμό στις «πατέντες». Ωστόσο, διατήρησε την πλεονεκτική της θέση, ενώ ακολούθησαν κι άλλες χώρες, όπως η Βραζιλία και η Κίνα, που διεκδικούσαν ολοένα και αυξανόμενο μερίδιο στην παγκόσμια αγορά γενόσημων, μέσω της παραγωγής τους με πολύ χαμηλότερο κόστος από ό,τι οι ΗΠΑ και οι ευρωπαϊκές χώρες.
Σύμφωνα με έκθεση αμερικανικού Ινστιτούτου τα γενόσημα φάρμακα αναμένεται να ελέγχουν το 39% των δαπανών της παγκόσμιας αγοράς φαρμάκου ως το 2015. Μάλιστα, αναμένεται επέκταση των γενόσημων και σε νέες κατηγορίες φαρμάκων (π.χ. αντικαρκινικά και βιοτεχνολογικά). Αυτό σε συνδυασμό με το ότι τα επόμενα χρόνια λήγουν οι πατέντες αρκετών πρωτότυπων φαρμάκων θα οξύνει παραπέρα τον ενδοκλαδικό ανταγωνισμό.
Οσον αφορά την Ελλάδα, το επικείμενο «άνοιγμα της αγοράς» με την εισαγωγή γενόσημων από άλλες χώρες θα εντείνει τον ανταγωνισμό μεταξύ εγχώριων και ξένων εταιρειών του κλάδου για τα μερίδια της αγοράς φαρμάκου. Γι' αυτό οι κόντρες που βλέπουν και το φως της δημοσιότητας μεταξύ των υποστηρικτών των γενόσημων και αυτών των πρωτότυπων φαρμάκων δεν είναι αθώες. Δε γίνονται από ανιδιοτελές ενδιαφέρον για την ασφαλή και αποτελεσματική θεραπεία των ασθενών. Βέβαια, η μαζική και σε σύντομο χρόνο αύξηση της διακίνησης των γενόσημων φαρμάκων στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την έλλειψη επαρκούς ελεγκτικού μηχανισμού (ΕΟΦ), αυξάνει τις πιθανότητες διακίνησης ακόμα και επικίνδυνων φαρμάκων.
Από όλα αυτά ξεπροβάλλει ακόμα πιο καθαρά ότι για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών σε ποιοτικό, ασφαλές, αποτελεσματικό και δωρεάν φάρμακο, απαιτείται η λειτουργία κρατικού οργανισμού που θα παράγει, θα εισάγει και θα ελέγχει ουσιαστικά την ποιότητα όλων των φαρμάκων - πρωτότυπων και αντίγραφων - και θα τα διαθέτει δωρεάν στο πλαίσιο ενός σύγχρονου δημόσιου συστήματος Υγείας.
Απαιτείται κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων του Φαρμάκου, κατάργηση της «πατέντας» από την εργατική, λαϊκή εξουσία, προκειμένου η έρευνα, η παραγωγή, η εισαγωγή, η δωρεάν διάθεση του φαρμάκου να οργανώνονται στη βάση της επιστημονικά, κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας, που θα ικανοποιεί τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες και δε θα υπάρχει το κριτήριο του κέρδους.
Σε αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να οργανώνεται η πάλη των εργαζομένων, με σκοπό την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, τον άλλο δρόμο ανάπτυξης, που θα υπηρετεί τις λαϊκές ανάγκες, και που ο εργαζόμενος δε θα θεωρείται κόστος, αλλά αυτό που πραγματικά είναι, ο παραγωγός του κοινωνικού πλούτου που πρέπει ο ίδιος να καρπώνεται.
Της
Χριστίνας ΜΑΤΣΙΑΚΑ
Χριστίνας ΜΑΤΣΙΑΚΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου