ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ
ΓΡΑΦΕΙΟ
ΙΟΡΔΑΝΗ Α. ΠΡΟΥΣΑΝΙΔΗ
& συνεργάτες δικηγόροι
Πανεπιστημίου 59 & Εμμ. Μπενάκη 5
ΑΘΗΝΑ
ΤΚ 105 64 FAX: 2103217465
ΤΗΛ. 210
3214637 – 3254247
e mail: prousanidis.i@dsa.gr
ΠΡΟΣ
Την Εκτελεστική Επιτροπή της «Ομοσπονδία
Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας» (ΟΕΝΓΕ)
Θέμα: Η 431/2018 απόφαση της
Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας
Α) Μου
ζητήθηκε να εκθέσω:
α.
Τι έκρινε Ολομέλεια του ΣτΕ και
β.
Ποιες είναι οι συνέπειές της.
Β) Για την
κατανόηση των απαντήσεών μου προτάσσω τα εξής:
1.
Το ΣτΕ είναι το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας. Κρίνει:
α)
Αιτήσεις ακύρωσης διοικητικών εκτελεστών ατομικών πράξεων και κανονιστικών, που
υπάγονται απ’ ευθείας σ’ αυτό.
β)
Εφέσεις κατά αποφάσεων των Διοικητικών Εφετείων, που έκριναν αιτήσεις ακύρωσης
ατομικών διοικητικών εκτελεστών πράξεων και κανονιστικών.
γ)
Αναιρέσεις κατά αποφάσεων των Διοικητικών Εφετείων που έκριναν αγωγές ή
προσφυγές.
Σημείωση: Το ΣτΕ
κρίνει τα πιο πάνω στο πλαίσιο των δικονομικών προϋποθέσεων, που ορίζονται από
το Π.Δ. 18/1989, όπως ισχύει.
δ)
Κρίνει και ως πιλοτικό δικαστήριο. Παρέχει ο νόμος τη δυνατότητα προσφυγής απ’
ευθείας στο ΣτΕ για υποθέσεις γενικότερου ενδιαφέροντος. Το επιχείρημα είναι
ότι λύνει το ΣτΕ το όποιο νομικό ζήτημα απ’ ευθείας αυτό και όχι δια της άσκησης
ενδίκου μέσου κατά αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων.
2.
Τα εκκαθαριστικά των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων και των ιατρών ΕΣΥ είναι
διοικητικές εκτελεστές πράξεις. Προσβάλλονται με προσφυγή στο Διοικητικό
Πρωτοδικείο. Φαίνεται από την 431/2018 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ ότι
συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα – ιατροί ΕΣΥ πρόσβαλαν τα εκκαθαριστικά των
αποδοχών τους και συνάμα ζήτησαν από το ΣτΕ να υπάρξει σχετική πιλοτική δίκη.
Το αίτημα έγινε δεκτό, αφού κρίθηκε ότι το θέμα είναι μείζον και παραπέμφθηκε
στην Ολομέλεια του ΣτΕ. Το αποτέλεσμα ήταν η έκδοση της 431/2018 απόφασής του.
Γ) 1. Στην
Ολομέλεια του ΣτΕ τέθηκε το ζήτημα νομιμότητας των εκκαθαριστικών των αποδοχών
συγκεκριμένων ιατρών ΕΣΥ. Τέθηκε, δηλαδή, αν οι μειώσεις των αποδοχών τους, σ’
εφαρμογή της διάταξης της περίπτωσης 27 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ
του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012, είναι ή όχι νόμιμες. Αν, ειδικότερα, είναι
ή όχι αντισυνταγματικές οι διατάξεις αυτές. Δια του τρόπου αυτού, δια του
ελέγχου, δηλαδή, της νομιμότητας των εκκαθαριστικών των αποδοχών ερευνήθηκε το
ζήτημα της συνταγματικότητας ή όχι των διατάξεων του νόμου, που αναφέρθηκε, και
της Υ.Α. 2/83408/0022/14.11.2012 (ΦΕΚ Β’ 3017), με την οποία ορίστηκε η
αναδρομική μείωση των αποδοχών.
2.
Στην έννομη τάξη της χώρας μας ισχύουν και ειδικά μισθολόγια για μια σειρά
κατηγορίες – Δικαστές, Ένστολοι, Καθηγητές Πανεπιστημίων, Ιατροί ΕΣΥ κ.λπ. Δι’
αυτών, των ειδικών μισθολογίων, διαφοροποιούνται οι αποδοχές τους σε σχέση μ’
εκείνες των άλλων κατηγοριών, και, γενικά, των υπαλλήλων, που υπάγονται στο
ενιαίο μισθολόγιο.
3.
Με μια πλήρη παράθεση του νομικού καθεστώτος των ιατρών ΕΣΥ το ΣτΕ δικαίωσε το
νομοθέτη να έχουν ειδικό μισθολόγιο. Με πλήρη, επίσης, παράθεση των σχετικών
«μνημονιακών» νόμων ανέδειξε τις μειώσεις των αποδοχών τους. Η κατάληξη ήταν να
δεχτεί ότι η διάταξη της περίπτωσης 27 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ
του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 προσκρούει στο Σύνταγμα, με αποτέλεσμα οι
διοικητικές πράξεις (τα εκκαθαριστικά των συγκεκριμένων ιατρών ΕΣΥ), που
εκδόθηκαν, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών, να ακυρωθούν.
Δ) 1.
Πάγια, διαχρονικά ίσχυε η απόφαση, με την οποία ακυρώνεται διοικητική πράξη, να
συνεπάγεται νόμιμη κατάργησή της έναντι όλων. Αυτό σημαίνει ότι οι διοικητικές
πράξεις – εκκαθαριστικά όλων των ιατρών ΕΣΥ, που εδράζονταν στην ίδια διάταξη,
η οποία κρίθηκε αντισυνταγματική, είναι άκυρες. Το πρακτικό αποτέλεσμα της
ακυρότητας αυτής είναι η δυνατότητα στον κάθε ιατρό ΕΣΥ να ζητήσει να επανεκκαθαριστούν
οι αποδοχές του αναδρομικά και να του καταβληθούν τα ποσά των περικοπών. Αν
σιωπήσει η διοίκηση του νοσοκομείου ή απορρίψει το αίτημα, να προσφύγει εντός
ευλόγου χρόνου στο δικαστήριο και να ζητήσει την αποκατάσταση της νομιμότητας
και ως προς αυτόν. Την άρση, δηλαδή, των συνεπειών που προκάλεσε η εφαρμογή
διάταξης, η οποία, στη συνέχεια, κρίθηκε αντισυνταγματική.
2.
Ρήγμα στην πάγια αρχή, που αναφέρθηκε, είναι η ψήφιση του άρθρου 22 παρ. 1 του
Ν. 4274/2014. Ορίστηκε ότι σε περίπτωση ακύρωσης που στρέφεται κατά διοικητικής
πράξης, το δικαστήριο, «σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις, που έχουν
δημιουργηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της, ιδίως υπέρ καλοπίστων διοικουμένων,
καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει το αποτέλεσμα της ακύρωσης ν’
ανατρέχει σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης ισχύος της και σε
κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης».
3.
Το ΣτΕ, κάνοντας χρήση της πιο πάνω διάταξης, με επίκληση το δημόσιο συμφέρον,
απέκλινε από τον κανόνα του άρθρου 50 του Π.Δ. 18/1989. Αιτιολογεί την απόκλιση
αυτή, ειδικότερα, με τη στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος «αναφερομένου στην
οξυμμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του
ελληνικού κράτους». Όρισε, έτσι, οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των
επίμαχων διατάξεων για εκείνους τους ιατρούς ΕΣΥ, οι οποίοι δεν είχαν προσφύγει
στο δικαστήριο, να επέλθουν από τη δημοσίευση της απόφασής του, δηλαδή, από 26.02.2018.
Το αποτέλεσμα είναι να μην αρθούν οι συνέπειες από την εφαρμογή της, κατά τα
άλλα, αντισυνταγματικής διάταξης αναδρομικά.
Ε) Με όλα
τα πιο πάνω απαντώ στα δύο ζητήματα: α) Τι έκρινε η Ολομέλεια του ΣτΕ και β)
ποιες είναι οι συνέπειες της απόφασης. Για την πληρότητα, όμως, του λόγου μου
επιβάλλεται να προσθέσω και τα εξής:
1.
Η 431/2018 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου παράγει αποτελέσματα για όλους
τους ιατρούς από το χρόνο δημοσίευσής της και μετά.
2.
Η ίδια απόφαση παράγει αποτελέσματα, ανατρέχοντας στο χρόνο ισχύος της
περίπτωσης 27 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του Ν.
4093/2012, για τους τέσσερις ιατρούς, που αναφέρονται σ’ αυτήν και για όλους
εκείνους, οι οποίοι είχαν ασκήσει σχετικές προσφυγές ή αγωγές και εκκρεμούν στα
δικαστήρια.
3.1.
Η εφαρμογή μιας όποιας απόφασης είναι υποχρεωτική. Συγκεκριμένα:
α. Η παρ. 5 του άρθρου 95 του Συντάγματος
επιβάλλει στη Διοίκηση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η
παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε όργανο, όπως ο νόμος
ορίζει. Νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της
Διοίκησης.
β.
Σ’ εκτέλεση της εξουσιοδοτικής διάταξης του τελευταίου εδαφίου της παρ. 5 του
αρθρ. 95 του Συντάγματος εκδόθηκε ο Ν. 3068/2002 και στη συνέχεια το Π.Δ.
69/2004. Επιβάλλεται, έτσι, η συμμόρφωση της Διοίκησης να είναι πλήρης (βλ.
πρακτικό 1112/2017 του Τριμελούς Συμβουλίου του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών –
αρθρ. 2 του Ν. 3068/2002).
γ.
Πλήρης είναι η συμμόρφωση όταν επέρχονται και οι διοικητικές και οι οικονομικές
συνέπειες (βλ. πρακτικό 48/2017 του Τριμελούς Συμβουλίου Δ.Ε.Α. – αρθρ. 2 του
Ν. 3068/2002).
3.2.
Το άρθρο 50 παρ. 4 του Π.Δ. 18/1989, ορίζει ότι οι διοικητικές αρχές, σ’
εκτέλεση της υποχρέωσής τους κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, πρέπει να
συμμορφώνονται με θετική ενέργειά τους, προς το περιεχόμενο της απόφασης του
Συμβουλίου Επικρατείας. Ο παραβάτης, εκτός από τη δίωξη του άρθρου 259 του
Ποινικού Κώδικα, υπέχει και προσωπική ευθύνη για αποζημίωση.
3.3.
Το άρθρο 232Α παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα ορίζει ότι όποιος με πρόθεση δε
συμμορφώθηκε σε προσωρινή διαταγή δικαστή ή δικαστηρίου ή σε διάταξη δικαστικής
απόφασης, με την οποία υποχρεώθηκε σε παράλειψη ή σε ανοχή ή σε πράξη, που δεν
μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά
από τη βούλησή του τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών, αν η πράξη
δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.
3.4.
Από τις διατάξεις, που αναφέρθηκαν προκύπτει ότι οι Διοικητές των νοσοκομείων
ΕΣΥ διατρέχουν τον κίνδυνο, αν δεν εφαρμόσουν την απόφαση του ΣτΕ για τους
ιατρούς που άσκησαν αγωγή αναδρομικά και για εκείνους, που δεν άσκησαν αγωγή
από 27.2.2018, να διωχθούν για τα αδικήματα της παράβασης καθήκοντος και
παραβίασης της παραβίασης δικαστικής απόφασης, αλλά και να υποχρεωθούν σε
αποζημίωση των βλαπτομένων.
4.
Η 431/2018 απόφαση υπόκειται σε τριτανακοπή (άρθρο 51 Π.Δ. 18/1989, αλλά και
άρθρο 106 Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας). Νομική δυνατότητα έχουν όλοι οι
ιατροί ΕΣΥ, οι οποίοι βλάπτονται από τη μη αναδρομικότητά της. Θα συζητηθεί η
τριτανακοπή από την Ολομέλεια του ΣτΕ, την οποία θα συγκροτήσουν άλλοι δικαστές
– εξαιρούνται εκείνοι που μετείχαν στην αρχική δίκη και αναφέρονται στην
431/2018 απόφαση. Στη δίκη θα τεθούν μια σειρά ζητήματα, όπως: α) εκείνο της αντισυνταγματικότητας
ή όχι του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 4274/2014, της παραβίασης της ίδιας αυτής
διάταξης, που ορίζει ότι η ακυρωτική απόφαση μπορεί να ισχύει σε μεταγενέστερο
χρόνο έναρξης ισχύος της διοικητικής πράξης που ακυρώθηκε και σε κάθε περίπτωση
προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης - ορίστηκε ως χρόνος ισχύος εκείνος της δημοσίευσης
της απόφασης, ο οποίος δεν είναι, βέβαια, ο «σε κάθε περίπτωση προγενέστερος»,
β) της άσκησης από το δικαστήριο της διακριτικής του ευχέρειας καθ’ υπέρβαση ή
όχι των ορίων που η ίδια η διάταξη θέτει. Η τριτανακοπή ασκείται σε προθεσμία
60 ημερών από τη γνώση της απόφασης (τριτανακοπτομένης) – δηλαδή, από 27.02.2018.
5.
Κι’ ένα τελευταίο:
α)
Οι αξιώσεις των ειδικευομένων και επικουρικών ιατρών δικάζονται από το
Ειρηνοδικείο ή το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας του νοσοκομείου. Μπορούν και
πρέπει αυτοί με αγωγή τους να ζητήσουν τις διαφορές της τελευταίας διετίας – οι
αξιώσεις πέραν της διετίας έχουν παραγραφεί.
β)
Οι αγωγές των ιατρών ΕΣΥ, που θα αφορούν τον παρελθόντα χρόνο, θα προσκρούσουν
στην 431/2008 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ. Η νομική εκτίμησή μου είναι ότι η
έκβαση των σχετικών δικών δεν θα είναι θετική, εκτός κι’ αν γίνει δεκτή η
τριτανακοπή.
γ)
Η προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α) είναι
δυνατή μόνον εάν και εφ’ όσον εξαντληθεί η δικαστική διεκδίκηση σ’ εθνικό επίπεδο.
Είμαι επιφυλακτικός στην άσκηση προσφυγής στο ΕΔΔΑ απ’ ευθείας, χωρίς, δηλαδή,
την προηγούμενη εξάντληση των ενδίκων μέσων σ’ εθνικό επίπεδο. Θα μπορούσε να
υποστηριχθεί ότι εικάζεται το μάταιο άσκησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων κι’
επομένως παραδεκτά παρακάμπτονται αυτά και ασκείται απ’ ευθείας προσφυγή στο
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η άποψη αυτή είναι επισφαλής και για τον πρόσθετο λόγο
ότι θα απολεσθεί η προθεσμία άσκησης τριτανακοπής. Άλλο το ζήτημα ν’ ασκηθεί τριτανακοπή
από τους ιατρούς, οι οποίοι αποκλείονται από την αναδρομικότητα της 431/2018
απόφασης της Ολ. ΣτΕ και στη συνέχεια, με επίκληση της εικαζομένης απόρριψης
της, να προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν δε
γίνει αυτό και η τριτανακοπή απορριφθεί, τότε μένει το τελευταίο, η προσφυγή,
δηλαδή, στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο από τους τριτανακόπτοντες και μόνο, οι οποίοι
εξάντλησαν τα ένδικα μέσα σ’ εθνικό επίπεδο. Γι’ αυτό επιβάλλεται να
τριτανακόψουν την απόφαση όλοι οι ιατροί ΕΣΥ που δεν άσκησαν σχετικές αγωγές.
Όλα αυτά, βέβαια, από τη νομική σκοπιά, η οποία δεν είναι η μοναδική για μια
συνδικαλιστική οργάνωση. Σημειώνω ότι το ΕΔΔΑ, αν δεχτεί την προσφυγή,
επιβάλλει στην Ελληνική Πολιτεία να καταβάλει σε κάθε προσφεύγοντα ένα ποσό
αποζημίωσης. Έτσι, στην περίπτωση που κριθεί ότι έπρεπε να καταλαμβάνει η
αναδρομικότητα της απόφασης του ΣτΕ το σύνολο των ιατρών, τότε αυτοί, αν
προσφύγουν στο εθνικό δικαστήριο θ’ αντιμετωπίσουν την περίπτωση της ένστασης
παραγραφής. Διακόπτεται αυτή με άσκηση αγωγής.
6.
Για λόγους ενότητας, προσθέτω και τις απαντήσεις στα ερωτήματα της Ένωσης
Νοσοκομειακών Ιατρών Κω, αν και προκύπτουν απ’ όλα τα πιο πάνω. Συγκεκριμένα:
α.
Στο ερώτημα: Είναι σίγουρο ότι αναδρομικά δεν θα πάρουν, όσοι δεν έχουν
προσφύγει; Αντί επανάληψης παραπέμπω στο 5β του κειμένου.
β.
Στα ερωτήματα: Αύξηση του μισθού θα έχουμε; Η αντισυνταγματικότητα του νόμου
επαναφέρει τη μισθοδοσία για όλους, έστω από 28.02.2018;
Η
απάντηση είναι θετική. Ειδικότερα: Αν δεν μεσολαβούσε το νέο μισθολόγιο των
ιατρών (του 2017), τότε οι αποδοχές, όσων δεν έχουν προσφύγει στο δικαστήριο,
από 26.02.2018 καθορίζονται χωρίς την περικοπή (μείωση) που επιβλήθηκε με την
περίπτωση 27 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του Ν.
4093/2012. Για τους ιατρούς, που προσέφυγαν στο δικαστήριο, αναδρομικά, από το
2012.
γ.
Το νέο μισθολόγιο των ιατρών ΕΣΥ έχει ως βάση τις περικοπές του 2012. Αν,
επομένως, δεν είχαν μειωθεί οι αποδοχές, το νέο μισθολόγιο θα είχε ως βάση
εκείνο που ίσχυε πριν από τις περικοπές.
Πιο απλά, ας υποθέσουμε ότι ο βασικός μισθός ήταν 100 και μειώθηκε κατά 20%. Το
νέο μισθολόγιο έχει ως βάση τον μειωμένο κατά 20% βασικό και σ’ αυτόν
ενσωμάτωσε επιδόματα κ.λπ. Η μείωση, όμως, των αποδοχών κρίθηκε ότι δεν ήταν
νόμιμη, επειδή οι διατάξεις την επέβαλαν (την μείωση) κρίθηκε ότι προσέκρουαν
στο Σύνταγμα. Επομένως, η νομική τάξη επιβάλλει να επανέλθουν οι πριν την
μείωση αποδοχές και με βάση αυτές να εφαρμοστεί το νέο μισθολόγιο. Αυτό για
τους ιατρούς που δεν προσέφυγαν στο δικαστήριο θα γίνει από 26.02.2018, ενώ για
όσους προσέφυγαν, από την ισχύ του νέου μισθολογίου. Στην περίπτωση που τα
νοσοκομεία δεν εκκαθαρίσουν τις αποδοχές που αντιστοιχούν στον μετά την ισχύ
του νέου μισθολογίου χρόνο, η λύση θα δοθεί από το δικαστήριο, οπότε θα μπορεί
να τεθεί ζήτημα συνταγματικότητας ή όχι του Ν. 4472/2017.
7.
Η απάντηση του ΕΚΑΒ στο αίτημα ιατρού για εκκαθάριση των αποδοχών του από 01.08.2012
έως 28.02.2018 χωρίς την εφαρμογή της σχετικής διάταξης του άρθρου πρώτου του
Ν. 4093/2012 ήταν αναμενόμενη. Ενδιαφέρον θα έχει η απάντηση στην αίτηση να
εκκαθαρίζονται οι αποδοχές από 01.03.2018 (26.02.2018 κατά την απόφαση του ΣτΕ)
χωρίς τις περικοπές του έτους 2012. Φαίνεται ότι τέτοια απάντηση δε δόθηκε.
ΣΤ) Κωδικοποιώ:
1.1.
Η 431/2018 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ παράγει τα αποτελέσματά της
αναδρομικά για όλους τους ιατρούς που έχουν, πριν την έκδοσή της, προσφύγει στο
δικαστήριο.
1.2.
Η ίδια απόφαση παράγει τα αποτελέσματά της από το χρόνο της δημοσίευσης της
(26.02.2018) για όλους τους ιατρούς, και για εκείνους που δεν έχουν προσφύγει
μέχρι την δημοσίευσή της στο δικαστήριο.
2.
Η άσκηση αγωγών από τους ιατρούς, οι οποίοι εξαιρούνται από την αναδρομικότητα
της απόφασης 431/2018 της Ολομ. του ΣτΕ δεν έχει προοπτική επιτυχίας. Το
αντίθετο, στην περίπτωση που δεν εφαρμόσουν τα νοσοκομεία την απόφαση από 26.02.2018,
οι αγωγές θα γίνουν δεκτές.
3.
Οι ειδικευόμενοι και ειδικευμένοι ιατροί μπορούν και πρέπει να προσφύγουν στο
δικαστήριο για τις αξιώσεις τους της τελευταίας διετίας, επειδή οι πέραν αυτής
έχουν παραγραφεί, αλλά και για εκείνες τις μετά την 26.02.2018.
4.
Οι συνέπειες από τη μη εφαρμογή της 431/2018 απόφασης της Ολ. του ΣτΕ είναι η
ποινική δίωξη των Διοικητών, οι οποίοι έχουν και αποζημιωτική ευθύνη.
5.
Έχει ενδιαφέρον νομικό και πρακτικό η άσκηση τριτανακοπής κατά της 431/2018
απόφασης της Ολομέλειας του ΣτΕ. Το νομικό ενδιαφέρον έγκειται στην απάντηση
που θα δώσει στο ζήτημα παράβασης της παρ. 4 του άρθρου 93 του Συντάγματος, η
οποία επιβάλλει στα δικαστήρια να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του
είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα. Η συνέπεια, επομένως, της απόφασης με την
οποία κρίθηκε αντισυνταγματική μια διάταξη, είναι απόλυτη και καταλαμβάνει το
σύνολο των πολιτών, που ζημιώθηκαν από την εφαρμογή της αντισυνταγματικής
διάταξης. Θα κριθεί, έτσι, κατά πόσο είναι συνταγματική η διάταξη του άρθρου 22
παρ. 1 του Ν. 4274/2014. Το πρακτικό ενδιαφέρον έχει να κάνει με το αποτέλεσμα
της τυχόν παραδοχής της τριτανακοπής.
6.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επιλαμβάνεται υποθέσεις,
για τις οποίες εξαντλήθηκαν τα ένδικα μέσα σ’ εθνικό επίπεδο. Η κατηγορία των
ιατρών, οι οποίοι δεν προσέφυγαν στο δικαστήριο, αποκλείεται από την δυνατότητα
προσφυγής στο ΕΔΔΑ. Υποστηρίζεται ότι αν είναι μάταιη η εξάντληση των ένδικων
μέσων σ’ εθνικό επίπεδο, τότε μπορεί να ασκηθεί προσφυγή στο ΕΔΔΑ. Έχω
ενδοιασμούς να προτείνω την υιοθέτησή της. Αντίθετα, η επίκληση ότι η
τριτανακοπή εικάζεται ότι θ’ απορριφθεί καθιστά την προσφυγή στο ΕΔΔΑ πιο
ασφαλή.
7.
Η ένσταση παραγραφής αποκρούεται από την άσκηση αγωγών – για το θέμα αυτό
χρειάζεται ξέχωρη ανάλυση.
8.
Για την αντισυνταγματικότητα ή όχι του νόμου που καθόρισε το νέο μισθολόγιο
χρειάζεται ξεχωριστή ανάλυση.
Αθήνα 28
Μαρτίου 2018
Ιορδάνης
Α. Προυσανίδης
ΠΑΝΟΣ ΛΑΖΑΡΑΤΟΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΥ
ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
Καψάλη 3, 10674 Αθήνα
Τηλ.210. 3620163
ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ι. Ετέθη υπ΄ όψιν μου η
υπ΄ αριθμ. 431/2018 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας
δημοσιευθείσα την 26.02.2018. Ειδικότερα, με τις σκέψεις 20 και 21 της εν λόγω
αποφάσεως, έγιναν δεκτά τα εξής:
«20. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η διάγνωση της
αντισυνταγματικότητας των διατάξεων της περιπτώσεως 27 της υποπαραγράφου Γ.1
της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες μειώθηκαν οι
αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ., και των διατάξεων της αποφάσεως οικ.
2/83408/022/14.11.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με τις οποίες οι
μειώσεις αυτές επιβλήθηκαν αναδρομικά από 1.8.2012, θα συνεπήγετο υποχρέωση της
Διοικήσεως να συμμορφωθεί με αναδρομική καταβολή των αποδοχών που περιεκόπησαν,
βάσει των αντισυνταγματικών αυτών διατάξεων, όχι μόνο στους προσφεύγοντες (για
το χρονικό διάστημα από την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων και εντεύθεν),
αλλά και σε ιδιαιτέρως ευρύ κύκλο προσώπων που αφορά η παρούσα πρότυπη δίκη
(βλ. έγγραφα Α2α/Γ.Π.οικ/23.11.2015 του Υπουργείου Υγείας και 2/70311/ΔΠΓΚ/
20.11.2015 του Υπουργείου Οικονομικών προς το Δικαστήριο, κατά τα οποία στο
τέλος του έτους 2014 υπηρετούσαν στο Ε.Σ.Υ. συνολικά 21.300 ιατροί, βλ. και
όμοιο έγγραφο ΓΠΒ1β/87044/17.11.2015 του Υπουργείου Υγείας, κατά το οποίο το
σύνολο των ιατρών του Ε.Σ.Υ. στην επικράτεια, χωρίς την 4η και 5η Υ.Πε, για τις
οποίες δεν υπάρχουν στοιχεία, ανερχόταν τον Σεπτέμβριο του 2015 σε 18.019). Εν
όψει των δεδομένων τούτων, το Δικαστήριο, μετά στάθμιση του δημοσίου
συμφέροντος, αναφερομένου στην οξυμμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς
γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού Κράτους, ορίζει ότι οι συνέπειες της
αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων θα επέλθουν μετά τη δημοσίευση της
αποφάσεώς του επί της κρινόμενης προσφυγής. Οίκοθεν νοείται ότι για τους
τέσσερις πρώτους εκ των προσφευγόντων και όσους άλλους έχουν ασκήσει ένδικα
μέσα ή βοηθήματα μέχρι το χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως, η διαγνωσθείσα
αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να
γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση
αξιώσεων άλλων ιατρών του Ε.Σ.Υ. που αφορούν περικοπείσες, βάσει των εν λόγω
διατάξεων, αποδοχές τους, ή για τη θεμελίωση αιτημάτων επιστροφής των
περικοπεισών αυτών αποδοχών, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου
δημοσιεύσεως της εκδοθησόμενης επί της κρινόμενης προσφυγής αποφάσεως. Η άποψη
αυτή δεν συγκρούεται ούτε με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος περί της
αξιώσεως δικαστικής προστασίας, ούτε με τα άρθρα 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1
του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής, διότι αφ’ ενός μεν η αναδρομικότητα των
συνεπειών των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι αυτονόητη και
αποκλειστική κάθε άλλης ρυθμίσεως, αφ’ ετέρου δε με τον ως άνω τιθέμενο
περιορισμό δεν διαταράσσεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του
γενικού συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων των διοικουμένων, εφ’
όσον αυτοί δεν αποστερούνται των δικαιωμάτων τους, τα οποία απλώς
περιορίζονται, για τους προαναφερόμενους λόγους επιτακτικού δημοσίου
συμφέροντος (πρβλ. ΣΕ 4741/2014 Ολομ. σκ. 26, 2288/2015 σκ. 25). Κατά την
γνώμη, όμως, του Συμβούλου Ηλία Μάζου, το Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία
προσδιορισμού των έναντι των τρίτων αποτελεσμάτων της εκδοθησομένης επί της
κρινομένης προσφυγής αποφάσεώς του. Και τούτο διότι για τον περιορισμό των
δικαιωμάτων των διοικουμένων, τον οποίο συνεπάγεται η άσκηση της εξουσίας
αυτής, όπως δέχεται η πλειοψηφήσασα άποψη, απαιτείται σχετική πρόβλεψη στον
νόμο, η δε διάταξη του άρθρου 50 παρ. 3β του π.δ/τος 18/1989, η οποία επιτρέπει
τον περιορισμό της αναδρομικότητας των συνεπειών αποφάσεως επί αιτήσεως
ακυρώσεως, δεν είναι δεκτική αναλογικής εφαρμογής και στην περίπτωση άλλου
ενδίκου βοηθήματος, όπως εν προκειμένω, και μάλιστα εις βάρος των συμφερόντων
τρίτων.
21.
Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη προσφυγή και οι
ασκηθείσες παρεμβάσεις, να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες μισθοδοτικές καταστάσεις
και να παραπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση προς διενέργεια των νομίμων,
περαιτέρω δε πρέπει να ορισθεί ως χρονικό σημείο επελεύσεως των αποτελεσμάτων
της διαγνωσθείσας αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων ο χρόνος
δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως.».
ΙΙ.
Ερωτήματα.
Επί τη βάσει των
ανωτέρω, μου ετέθησαν τα ακόλουθα ερωτήματα:
1ο.
Είναι επιτρεπτή και με ποιον τρόπο η προσβολή της ΟλΣτΕ 431/2018, κατά το μέρος
που διέγνωσε ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των κρίσιμων κανόνων
δικαίου επέρχονται, για τους ιατρούς του Ε.Σ.Υ.-μη διαδίκους στην εν λόγω
υπόθεση, μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως αυτής;
2ο.
Δυνάμει των διατάξεων του Μέρους ΣΤ ́ του ν. 4472/2017 έλαβαν χώρα νέες μισθολογικές
ρυθμίσεις αφορώσες και τους Ιατρούς του Ε.Σ.Υ. Επί τη βάσει του δεδομένου αυτού
και λαμβάνοντας υπ΄ όψιν ότι δεν έχει κριθεί η συνταγματικότητα των εν λόγω
διατάξεων, μεταβάλλεται η απάντηση στο υπό 1 ερώτημα;
ΙΙΙ. Επί
του πρώτου (1ου) ερωτήματος.
1. Με την ΟλΣτΕ
431/2018, κατά την κρατήσασα γνώμη, όπως τούτη διατυπώθηκε στην 20η
σκέψη, κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου ότι «δεν
μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη
θεμελίωση αξιώσεων άλλων ιατρών του Ε.Σ.Υ. που αφορούν περικοπείσες, βάσει των
εν λόγω διατάξεων, αποδοχές τους, ή για τη θεμελίωση αιτημάτων επιστροφής των
περικοπεισών αυτών αποδοχών, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού
σημείου δημοσιεύσεως της εκδοθησόμενης επί της κρινόμενης προσφυγής αποφάσεως».
Η εν λόγω δικαστική
κρίση φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να είναι αδιάστικτη, καταλαμβάνουσα τα πάσης
φύσεως ένδικα βοηθήματα (συμπεριλαμβανομένων και των αγωγών) που τυχόν
ασκούνται μετά τη δημοσίευση της ΟλΣτΕ 431/2018 (ήτοι μετά την 26.02.2018) και
αφορούν σε αξιώσεις άλλων ιατρών του Ε.Σ.Υ. - μη διαδίκων για επιστροφή των
περικοπεισών αποδοχών τους κατά τα χρονικά διαστήματα που προηγήθηκαν της
δημοσιεύσεως της αποφάσεως αυτής.
Συνεπώς, οι
πιθανότητες ευδοκιμήσεως τυχόν ασκουμένων αγωγών από ιατρούς – μη διαδίκους στην υπόθεση της ΟλΣτΕ
431/2018 και μη έχοντες ασκήσει ένδικο μέσο ή βοήθημα μέχρι το χρόνο
δημοσιεύσεως της ΟλΣτΕ 431/2018 είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Και τούτο
διότι, η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα των οικείων διατάξεων νόμου δεν έχει
αναδρομικό χαρακτήρα, κατά το ad hoc
δεδικασμένο
της ΟλΣτΕ 431/2018.
2. Οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της
Επικρατείας δεν προσβάλλονται, κατά την έννομη τάξη μας, με εσωτερικό ένδικο
μέσο.
3. Εν προκειμένω,
είναι, κατά την εκτίμησή μου, επιτρεπτή η απευθείας (δίχως άσκηση αγωγής
ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων) προσφυγή των ιατρών του Ε.Σ.Υ. - μη διαδίκων
στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ΟλΣτΕ 431/2018 ενώπιον του Ευρωπαϊκού
Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ), επιδιώκοντας αφενός την αναγνώριση της εις
βάρος τους παραβιάσεως των άρθρων 6 και 13 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη
και σε αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα) αφετέρου την διαπίστωση της παραβιάσεως
του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (δικαίωμα στην προστασία
της περιουσίας).
4. Το κρίσιμο και εν προκειμένω, ανακύπτον νομικό ζήτημα
αφορά στην πλήρωση της προϋποθέσεως παραδεκτού που θέτει η παρ. 1 του άρθρου 35
της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΣΔΑ), σύμφωνα με την οποία ορίζεται, μεταξύ
άλλων, ότι «το Δικαστήριο δεν μπορεί να
επιληφθεί προσφυγής παρά μόνον αφού εξαντληθούν τα εσωτερικά ένδικα μέσα».
Εντούτοις,
ο κανόνας, ο οποίος αφορά στην εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων και διατυπώνεται
στο άρθρο 35 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ερείδεται στην παραδοχή ότι στην εκάστοτε εθνική έννομη τάξη θα πρέπει να υπάρχει ένα,
πρακτικώς και νομικώς, αποτελεσματικό ένδικο μέσο διαθέσιμο για την
αντιμετώπιση της φερόμενης παραβιάσεως (βλ. Kudla κατά Πολωνίας, [GC], αρ.
30210/96, §152, CEDH 2000-XI).
Παρατηρείται δε, ότι
ο κανόνας αυτός επιβάλλει στους προσφεύγοντες την προγενέστερη εξάντληση όλων
των εσωτερικών ενδίκων μέσων, υπό την
προϋπόθεση ότι τούτα είναι αποτελεσματικά και επαρκή (πρβλ. Fressoz et
Roire κατά Γαλλίας, [GC], αρ. 29183/95, §37, CEDH 1999-I). Παγίως το ΕΔΔΑ
τονίζει ότι «προς εξάντληση ένδικα μέσα», υπό την έννοια της παρ. 1 του άρθρου
35 της ΕΣΔΑ, θεωρούνται μόνον τα ένδικα
μέσα εκείνα, τα οποία είναι στην πράξη (και in concreto) προσιτά στον εκάστοτε προσφεύγοντα και όχι μόνον τα
θεωρητικώς και de lege lata προβλεπόμενα στο
εθνικό δικονομικό δίκαιο (πρβλ. ΕΔΔΑ, Kuric
κ.ά. κ. Σλοβενίας (Ευρεία Σύνθεση), 28-6-2012, παρ. 286).
Συνεπώς, η αποτελεσματικότητα των ενδίκων μέσων, όπως
και η διαθεσιμότητα αυτών, αποτελούν έκφανση της αρχής σύμφωνα με την οποία τα
ένδικα μέσα οφείλουν να είναι πρακτικώς και όχι μόνον στη θεωρία προσβάσιμα.
Αν η «διαθεσιμότητα» αναφέρεται βασικά στην πραγματική δυνατότητα του
προσφεύγοντος να ασκήσει το ένδικο μέσο, ο όρος «αποτελεσματικότητα» περιγράφει
την «προσβασιμότητα» σε ένα άλλο επίπεδο, ήτοι αυτό της πιθανότητας νομικής ευδοκιμήσεως του ενδίκου μέσου.
Η ύπαρξη τέτοιων
αποτελεσματικών και νομικώς ευδοκιμήσιμων ενδίκων μέσων πρέπει να κατοχυρώνεται
με επαρκή βεβαιότητα, διαφορετικά δεν συντρέχει
η προϋπόθεση της προσβασιμότητας και της αποτελεσματικότητας (βλ.
Βαλλιανάτος κλπ. κατά Ελλάδος, αρ. 29381/09 και 32684/09, §51 , 10 Σεπτεμβρίου
2010).
Σημειωτέον δε ότι,
ουδέν νομολογιακό παράδειγμα επιτυχούς ασκήσεως εσωτερικού ενδίκου μέσου υφίσταται
σε αντίστοιχες περιπτώσεις (πρβλ. ΕΔΔΑ, Sampanis
κ.ά. κ. Ελλάδος, 5-6-2008).
Άλλωστε, στην
περίπτωση που η ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου είναι απολύτως αντίθετη με εκείνη
που διασφαλίζει τα συμφέροντα του προσφεύγοντος και που θα υποστήριζε ο ίδιος
ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, το ΕΔΔΑ τάσσεται υπέρ της θέσεως ότι η εθνική
έννομη τάξη δεν καταλείπει περιθώρια και κατά μείζονα λόγο, δεν επιβάλλει την
άσκηση ενδίκων μέσων ενώπιον των αρμόδιων εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων, ενόσω
αυτά είναι καταδικασμένα σε απόρριψη (βλ. ΕΔΔΑ, Kozak
κ. Πολωνίας, 2-3-2010). Εξάλλου, επί αναλόγων περιπτώσεων κατά τις οποίες ο
προσφεύγων βάλλει ευθέως κατά νόμου, το ΕΔΔΑ έχει κρίνει κατά κανόνα ότι τα
περιθώρια για άσκηση εσωτερικών ενδίκων μέσων είναι περιορισμένα, εφόσον η
εθνική έννομη τάξη δεν αναγνωρίζει τη δυνατότητα ατομικής προσφυγής ενώπιον
συνταγματικού ή άλλου δικαστηρίου (βλ. ΕΔΔΑ Iordachi
κ.ά. κ. Μολδαβίας).
5. Στην παρούσα
υπόθεση, με την ΟλΣτΕ 431/2018 κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι επίμαχες διατάξεις
επί τη βάσει των οποίων μειώθηκαν οι αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ. αναδρομικά
από 1.8.2012.
Ωστόσο, η ως άνω
απόφαση τοποθέτησε ως χρονικό σημείο επελεύσεως των αποτελεσμάτων της
διαγνωσθείσης αντισυνταγματικότητας των κρίσιμων διατάξεων έναντι τρίτων μη
διαδίκων, τον χρόνο δημοσιεύσεώς της, ήτοι από την 26.02.2018 και εφεξής.
Τούτη η
κρίση της δικαστικής αποφάσεως στέρησε ευθέως από οιονδήποτε ζημιωθέντα - ιατρό
του Ε.Σ.Υ., μη διάδικο στην προκειμένη υπόθεση αλλά και μη έχοντα ασκήσει
συναφές ένδικο βοήθημα μέχρι την 26.02.2018, το δικαίωμα ασκήσεως οιουδήποτε
ενδίκου βοηθήματος και δη αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων,
αφού οιαδήποτε νομική ενέργεια θα ήταν εξαρχής καταδικασμένη σε απόρριψη. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, η διεκδίκηση οιουδήποτε
ζημιωθέντος – ιατρού του Ε.Σ.Υ., μη διαδίκου στην προκειμένη υπόθεση αλλά και
μη έχοντος ασκήσει συναφές ένδικο βοήθημα μέχρι την 26.02.2018 περί επιστροφής
των παρανόμως περικοπεισών αποδοχών από 1.08.2012 έως και 26.02.2018 κατέστη νομικώς και εν τοις πράγμασι αδύνατη.
Κατά τούτο, η εν λόγω κατηγορία προσώπων (ιατροί του Ε.Σ.Υ., μη διάδικοι στην υπόθεση
της ΟλΣτΕ 431/2018 αλλά και μη έχοντες ασκήσει συναφές ένδικο βοήθημα μέχρι την
26.02.2018) δεν διαθέτει
αποτελεσματικό και δυνάμενο να οδηγήσει σε ικανοποίηση του δικαιώματός τους
ένδικο μέσο, προκειμένου να διεκδικήσει την επιστροφή των παρανόμως
περικοπεισών αποδοχών από 1.08.2012 έως και 26.02.2018. Και τούτο διότι, η άσκηση οιουδήποτε εσωτερικού ενδίκου
βοηθήματος - μέσου είναι εξαρχής, κατά κανόνα και άνευ ετέρου καταδικασμένη σε
απόρριψη λόγω της προαναφερθείσης κρίσεως των σκέψεων 20-21 της ΟλΣτΕ 431/2018
(βλ. ΕΔΔΑ, Rodic κ.α. κ. Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, 27-5-2008).
6. Πλέον των ανωτέρω, ο
αλυσιτελής χαρακτήρας τυχόν ασκουμένης αγωγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων
και υπό αυτήν την έννοια, η, κατά την παρ. 1 του άρθρου 35 της ΕΣΔΑ, παραδεκτή
προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ άνευ προηγουμένης ασκήσεως σχετικής αγωγής στοιχεί
και με την σχετικώς διαμορφωθείσα νομολογία της Ολομελείας του Συμβουλίου της
Επικρατείας επί αναλόγων υποθέσεων. Ειδικότερα, με τις ΟλΣτΕ 4741/2014 (σκ. 26-27) και ΟλΣτΕ 2288/2015 (σκ. 25), έχει κριθεί ad
hoc ότι «δεν μπορεί να γίνει επίκληση της
αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αποζημιωτικών
αξιώσεων άλλων μελών του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού των Α.Ε.Ι., που
αφορούν περικοπείσες, βάσει των εν λόγω διατάξεων, αποδοχές τους για χρονικά διαστήματα
προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσιεύσεως της παρούσης αποφάσεως».
Συνεπώς, δια των
κρίσιμων και απόλυτων διατυπώσεων της νομολογίας της Ολομελείας του Συμβουλίου
της Επικρατείας καθίσταται σαφές ότι τυχόν ασκούμενη αγωγή αποζημιώσεως, κατ΄
επίκληση της αντισυνταγματικότητας των οικείων κανόνων δικαίου και αφορώσα
χρονικό διάστημα προγενέστερο της δημοσιεύσεως της ΟλΣτΕ 431/2018, είναι
καταδικασμένη σε απόρριψη.
7. Υπό αυτό το πρίσμα,
κατά την ορθότερη ερμηνευτική προσέγγιση της παρ. 1 του άρθρου 35 της ΕΣΔΑ, επιτρεπτώς
οι θιγόμενοι ιατροί του Ε.Σ.Υ., μη διάδικοι στην υπόθεση της ΟλΣτΕ 431/2018
αλλά και μη έχοντες ασκήσει συναφές ένδικο βοήθημα μέχρι την 26.02.2018,
μπορούν να προσφύγουν ενώπιον του ΕΔΔΑ, δίχως να απαιτείται η προηγούμενη
προσφυγή τους ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.
Τούτη η θέση
επιρρωνύεται και από το νομολογιακώς, κατά το ΕΔΔΑ, διαπιστωθέν γεγονός ότι η
έκδοση αμετακλήτου δικαστικής αποφάσεως επί αγωγών αποζημιώσεως από τα
διοικητικά δικαστήρια, κατόπιν διεξαγωγής τριών τουλάχιστον δικών (πρωτοβάθμιο,
δευτεροβάθμιο και αναιρετικό δικαστήριο), είναι εξαιρετικά μακρόχρονη,
ξεπερνώντας κατά κανόνα το χρονικό διάστημα των δέκα ετών. Κατ΄ αποτέλεσμα, η υποχρέωση διεξαγωγής μίας αλυσιτελούς
(λόγω βέβαιης απορρίψεως σε συμμόρφωση προς την ΟλΣτΕ 431/2018) και υπερβολικά μακρόχρονης (κατά μέσο
όρο, υπερβαίνουσας τη δεκαετία) δικαστικής
διαδικασίας δεν εμπίπτει εννοιολογικώς και τελολογικώς στην, κατά την παρ. 1 του
άρθρου 35 της ΕΣΔΑ, «εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων».
IV. Επισήμανση σε σχέση
με το πρώτο (1ο) ερώτημα: Μη υποχρέωση αλλά δυνατότητα παράλληλης
αγωγής.
Το γεγονός ότι οι
ιατροί δεν έχουν υποχρέωση να
ασκήσουν αγωγή αποζημιώσεως προ της προσφυγής προ της προσφυγής στο ΕΔΔΑ δεν
σημαίνει ότι δεν έχουν το δικαίωμα,
παράλληλα προς την άμεση προσφυγή στο ΕΔΔΑ, να ασκήσουν και αποζημιωτική αγωγή.
Η παράλληλη αυτή
άσκηση αγωγής φαίνεται, μάλιστα, σκόπιμη για τους ακόλουθους ιδίως λόγους:
1.
Διότι, μειώνει
τις πιθανότητες περαιτέρω παραγραφής μισθολογικών αξιώσεων.
2.
Διότι, το
ΕΔΔΑ επιδικάζει μόνον εύλογη αποζημίωση και όχι πλήρη.
3.
Διότι, η
παράλληλη άσκηση αγωγής συμβάλλει στην οικονομία της διαδικασίας.
Οι ιατροί θα πρέπει
να επιδιώξουν να αναβάλουν την εκδίκαση της αγωγής τους μέχρι την απόφαση του
ΕΔΔΑ, έχοντας, όμως, έτσι με ασφάλεια διακόψει την παραγραφή. Τυχόν ευνοϊκή απόφαση του ΕΔΔΑ θα
χρησιμεύσει προφανώς στην αποζημιωτική δίκη. Αλλά ακόμα και αν η πρωτόδικη
απόφαση εις βάρος των ιατρών εκδοθεί προ της ευνοϊκής αποφάσεως του ΕΔΔΑ, οι
ιατροί θα έχουν δικαίωμα εφέσεως. Τυχόν δε, τελεσίδικη
εις βάρος τους απόφαση θα μπορεί να βληθεί με τα ένδικα μέσα της αιτήσεως
αναιρέσεως και ιδίως της αιτήσεως αναθεωρήσεως (πρβλ. άρθρα 103 και 105Α ΚΔΔικ
αναλογικώς).
Απάντηση
επί του πρώτου (1ου) ερωτήματος.
Οι
ιατροί του Ε.Σ.Υ., μη διάδικοι στην υπόθεση της ΟλΣτΕ 431/2018 αλλά και μη
έχοντες ασκήσει συναφές ένδικο βοήθημα μέχρι την 26.02.2018 δεν είναι ούτε
δογματικώς αλλά ούτε και νομολογιακώς υποχρεωμένοι να ασκήσουν αγωγή ενώπιον
των κατά τόπον αρμοδίων Διοικητικών Πρωτοδικείων, κατ΄ επίκληση της διαγωσθείσης από την
ΟλΣτΕ 431/2018 αντισυνταγματικότητας των οικείων διατάξεων, που αφορούν περικοπείσες
αποδοχές τους για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου
δημοσιεύσεως της παρούσης αποφάσεως.
Έχουν εντούτοις, τέτοιο δικαίωμα. (Βλ. ανωτέρω υπό ΙV).
Επιτρεπτώς
μπορούν να προβάλουν τις σχετικές αιτιάσεις τους απευθείας ενώπιον του ΕΔΔΑ,
προκειμένου η διαγνωσθείσα από την ΟλΣτΕ 431/2018 αντισυνταγματικότητα να έχει
αναδρομικό χαρακτήρα και η αναδρομική καταβολή των αποδοχών που περιεκόπησαν
βάσει των οικείων κανόνων δικαίου να ισχύσει ενιαίως, όπως είναι και
δογματικώς ορθό, για το σύνολο των
ιατρών του Ε.Σ.Υ. (αδιακρίτως του κατά πόσον είχαν την ιδιότητα των
διαδίκων στην υπόθεση της ΟλΣτΕ 431/2018 ή είχαν ασκήσει συναφές ένδικο βοήθημα
μέχρι την 26.02.2018).
V.
Απάντηση επί του δευτέρου (2ου) ερωτήματος.
Η
απάντηση επί του πρώτου (1ου) ερωτήματος και δη επί της δυνατότητας
απευθείας προσφυγής ενώπιον του ΕΔΔΑ δίχως προηγούμενη άσκηση σχετικής αγωγής,
δεν μεταβάλλεται λόγω θέσεως εν ισχύι των διατάξεων του Μέρους ΣΤ ́ του ν.
4472/2017, για τους ακόλουθους επιμέρους λόγους:
1.
Διότι, η
επί του παρόντος ενώπιον του ΕΔΔΑ μόνη παραδεκτώς αγόμενη διαφορά εστιάζεται
αποκλειστικώς στα κριθέντα με την ΟλΣτΕ 431/2018 και δη στην
αντισυνταγματικότητα των διατάξεων της περιπτώσεως 27 της υποπαραγράφου Γ.1 της
παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και των διατάξεων της αποφάσεως
οικ. 2/83408/022/14.11.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών.
Συνεπώς, η δίκη
ενώπιον του ΕΔΔΑ δεν επηρεάζεται και δεν στερείται αντικειμένου εξαιτίας των
νεοπαγών διατάξεων του Μέρους ΣΤ ́ του ν. 4472/2017, δοθέντος ότι αντικείμενο
αυτής αποτελούν οι διατάξεις που κρίθηκαν ως αντισυνταγματικές με την ΟλΣτΕ
431/2018. Ειδικότερα, το ΕΔΔΑ θα κληθεί να κρίνει ιδίως επί του ζητήματος κατά
πόσον είναι σύμφωνος με τους κανόνες της ΕΣΔΑ ο περιορισμός της αναδρομικότητας
των συνεπειών μίας δικαστικής αποφάσεως που κηρύσσει διατάξεις νόμου
αντισυνταγματικές μόνον σε συγκεκριμένο κύκλο προσώπων (διαδίκους) και όχι στο
σύνολο των θιγομένων από τις διατάξεις αυτές.
2.
Διότι, οι
νεοπαγείς κανόνες του Μέρους ΣΤ ́ του ν. 4472/2017, ούτε τύποις αλλά ούτε και
ουσία δύνανται να αποτελούν
αντικείμενο του δικανικού συλλογισμού του ΕΔΔΑ. Τυχόν λήψη υπ΄ όψιν τούτων από το Δικαστήριο του Στρασβούργου ενδεχομένως
να λάβει χώρα μόνον ως αφηγηματικώς λεγόμενο δεδομένο (obiter dictum) και πάντως όχι ως
στοιχείο του δικανικού συλλογισμού.
3. Διότι,
το
γεγονός ότι δεν έχει διαγνωσθεί μέχρι σήμερα η (αντι)συνταγματικότητα των
διατάξεων του Μέρους ΣΤ ́ του ν. 4472/2017 και τούτες συνεχίζουν να
εφαρμόζονται δεν αίρει την δυνατότητα των θιγομένων ιατρών να προσφύγουν
ενώπιον του ΕΔΔΑ στρεφόμενοι κατ΄ ουσίαν κατά του περιορισμένου αναδρομικού αποτελέσματος της
ΟλΣτΕ 431/2018.
4.
Διότι,
το νομικό ζήτημα της συμφωνίας των κριθέντων δια της ΟλΣτΕ 431/2018 με τις
διατάξεις της ΕΣΔΑ είναι όλως διάφορο εν σχέσει προς το νομικό ζήτημα της (αντι)συνταγματικότητας
των διατάξεων του Μέρους ΣΤ ́ του ν. 4472/2017, το οποίο, πάντως, θα πρέπει να
κριθεί άπαξ από εθνικό δικαστήριο προτού αχθεί προς κρίση ενώπιον του ΕΔΔΑ ως
προς τη συμφωνία του με τους κανόνες της Συμβάσεως.
5.
Διότι, εν
πάση περιπτώσει, λαμβάνοντας υπ΄ όψιν το δεδικασμένο της ΟλΣτΕ 431/2018 και
ιδίως τις σκ. 13 και 17, ως προς την ιδιαιτερότητα του υπηρεσιακού καθεστώτος
και του λειτουργήματος των ιατρών Ε.Σ.Υ., ανακύπτει ζήτημα (αντι)συνταγματικότητας
και των διατάξεων του Μέρους ΣΤ ́ του ν. 4472/2017, με αποτέλεσμα να μην μπορεί
βασίμως να περιορισθεί το αναδρομικό αποτέλεσμα της διαγνωσθείσης με την ΟλΣτΕ
431/2018 αντισυνταγματικότητας μέχρι το χρονικό σημείο ενάρξεως της ισχύος του
ν. 4472/2017 (ήτοι μόνον για τα έτη 2012 έως 2017).
Τουναντίον, εφ΄ όσον
μέχρι και σήμερα η περικοπή αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ. συνεχίζει να
λαμβάνει χώρα, επί τη βάσει αντισυνταγματικών διατάξεων επικαιροποιημένων και
διατηρουμένων εν ισχύι και δια του ν. 4472/2017, η προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ
πρέπει να μνημονεύει και αυτό το ζήτημα, ώστε επί τυχόν, έμμεσης έστω κρίσεως
επ΄ αυτού από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, οι περικοπείσες αποδοχές να επιστραφούν
στο σύνολό τους και δη για όλο το χρονικό διάστημα από 1.08.2012 έως και το
χρονικό σημείο επαναφοράς της μισθοδοσίας των ιατρών του Ε.Σ.Υ. στην κατάσταση
που υφίστατο προ της εφαρμογής των αντισυνταγματικών περικοπών της 1.08.2012.
Απάντηση
επί του δευτέρου (2ου) ερωτήματος.
Η
απάντηση επί του πρώτου (1ου) ερωτήματος και δη επί της δυνατότητας
απευθείας προσφυγής ενώπιον του ΕΔΔΑ δίχως προηγούμενη άσκηση σχετικής αγωγής
δεν μεταβάλλεται λόγω θέσεως εν ισχύι των διατάξεων του Μέρους ΣΤ ́ του ν.
4472/2017.
Και τούτο διότι, ο ν. 4472/2017 θεσπίζει κανόνες δικαίου, οι
οποίοι δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της ΟλΣτΕ 431/2018, ενώ, καθ΄ ο μέρος τούτοι υιοθετούν κατά το γράμμα και το πνεύμα τους
τις κριθείσες δια της ΟλΣτΕ 431/2018, αντισυνταγματικές διατάξεις, δεν αίρουν
την υποχρέωση επιστροφής των μέχρι και σήμερα παρακρατηθεισών μισθολογικών
αποδοχών στο σύνολό τους, ακόμη και κατόπιν του χρονικού σημείου ενάρξεως
της ισχύος του ν. 4472/2017.
Αθήνα, 28 Μαρτίου
2018
Ο γνωμοδοτών
καθηγητής