Η αστική
ευθύνη των ιατρών/νοσηλευτών που
εργάζονται στον δημόσιο τομέα
Το 1983 λειτούργησε
για πρώτη φορά στην Ελλάδα το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ). Με την ψήφιση του Ν.
2889/2001, το ΠΕΣΥ είναι το ΝΠΔΔ στο οποίο ανήκουν όλες οι λειτουργίες της δημόσιας
περίθαλψης κάθε διοικητικής περιφέρειας, και όχι τα νοσοκομεία. Υπηρεσίες,
βεβαίως υγείας παρέχονται και από άλλα ΝΠΠΔ, εκτός του ΕΣΥ. Σ’ αυτή την
κατηγορία ανήκουν οι λοιποί φορείς κοινωνικής ασφάλισης, όπως π.χ. το ΙΚΑ.
Τα δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα λειτουργούν
ως μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, με σκοπό την εξυπηρέτηση των ευρύτερων
απαιτήσεων της κοινωνίας και την κάλυψη ορισμένων αναγκών του πληθυσμού. Δεν
ενδιαφέρονται για την μεγιστοποίηση του κέρδους, αφού η επιβίωσή τους είναι
εξασφαλισμένη από το κράτος.
Οι γιατροί που
εργάζονται για το ΕΣΥ θεωρούνται δημόσιοι λειτουργοί (άρθρο 24 του Ν.
1397/1983).
Το ζήτημα που
προκύπτει είναι κατά πόσο ευθύνεται το κράτος για την ζημία που προκάλεσε με
πράξεις ή παραλείψεις του σε ασθενή δημόσιου νοσοκομείου ο γιατρός ή ο
νοσηλευτής και ποιός θα κληθεί να αποζημιώσει τον ασθενή.
Σύμφωνα με το άρθρο
105 του Εισαγωγικού Νόμου του ΑΚ, “Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των
οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει
ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη
έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος.
Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρο και το υπαίτιο πρόσωπο, με την
επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη υπουργών”.
Βάσει αυτού ακριβώς
του άρθρου, ο γιατρός του Δημοσίου θεωρείται όργανο του κράτους ή του ΝΠΔΔ.
Το Συμβούλιο της
Επικρατείας (ΣτΕ), που αποτελεί το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο του κράτους,
έχει εκδώσει πάρα πολλές αποφάσεις με τις οποίες δέχεται ότι το δημόσιο
νοσοκομείο (τώρα πια το ΠΕΣΥ) έχει αστική ευθύνη για τις ζημίες που προκάλεσαν
σε ασθενείς, οι εργαζόμενοι σε αυτό γιατροί (ΣτΕ 2463/1998).
Επιπλέον, ο
γιατρός, σύμφωνα με το άρθρο 38 του υπαλληλικού κώδικα (Ν. 2683/1999) δεν
ευθύνεται απέναντι σε τρίτους για πράξεις ή παραλείψεις του.
Συνεπώς, όταν η
παροχή ιατρικών υπηρεσιών γίνεται από δημόσιο φορέα, δημόσιο νοσοκομείο στο
πλαίσιο του ΕΣΥ, ή ασφαλιστικό οργανισμό, στη νομολογία των διοικητικών
δικαστηρίων ( ΔΕφΑθ 160/2001) και του ΣτΕ, επικρατεί η άποψη ότι δεν υπάρχει
σύμβαση μεταξύ γιατρού και ασθενούς, αλλά μια σχέση Δημοσίου Δικαίου, όπως όταν
συναλλάσσεται ένας πολίτης με την Εφορία.
Το νοσοκομείο που
εργάζεται ένας γιατρός του δημοσίου, θα πρέπει να αποζημιώσει το ζημιωθέντα από
τον γιατρό ασθενή. Ο ζημιωθείς ασθενής οφείλει να αποδείξει το ιατρικό σφάλμα
που τέλεσε ο γιατρός και οποιεσδήποτε άλλες πράξεις ή παραλείψεις επικαλείται
και συνιστούν παραβίαση των υποχρεώσεων του.
Από το συνδυασμό των
άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ και του άρθρου
8 του Ν. 2251/1994 προκύπτει ότι ο ασθενής μπορεί να ζητήσει αποζημίωση αν
αποδείξει ότι προσδοκούσε παροχή από κρατικό νοσοκομείο, την ύπαρξη ζημίας του,
και ότι συνδέεται αιτιακά η παροχή της δημόσιας υπηρεσίας με τη ζημία.
Το κράτος από την
μεριά του ή το ΝΠΔΔ, θα πρέπει να
αποδείξει αφενός ότι το προσωπικό του (γιατροί, νοσηλευτές) δεν προέβη σε καμία
παράνομη πράξη, αφετέρου ότι δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας
του ασθενούς και της συμπεριφοράς του προσωπικού.
Η ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ εφαρμογή του
άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, συντρέχει όχι μόνο όταν οι πράξεις ή οι παραλείψεις ή οι
υλικές ενέργειες των οργάνων του κατά την ενάσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά
ιατρικής περίθαλψης ασθενών, που σχετίζεται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας,
παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται, από τα εν
λόγω όργανα, ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που απορρέουν από κοινώς
αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, τα δεδομένα της κοινής πείρας
και τις αρχές της καλής πίστης (πρβλ. ΣτΕ 2727/03, 2463/98) και προσβάλλεται,
εξαιτίας των παραλείψεων αυτών, το συνδεόμενο με την προσωπικότητα των ασθενών
αγαθό της υγείας και σωματικής ακεραιότητας, που προστατεύεται από τα άρθρα
929, 932 του ΑΚ και 441 τουΠΚ.
Το δικαστήριο, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου
105 του ΕισΝΑΚ, μπορεί να επιδικάσει σε βάρος του Δημοσίου εύλογη χρηματική
ικανοποίηση για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του ζημιωθέντος, κατ’ ανάλογη
εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 932 του ΑΚ (ΣτΕ 2796/06, ΣτΕ 2463/98).
Με το ζήτημα της αστικής ευθύνης των νοσοκομείων ασχολήθηκαν
τα δικαστήρια τα τελευταία χρόνια εκδίδοντας πλήθος αποφάσεων (ΣτΕ 2463/1998,
Δοικ Πρωτ Ιωαν 435/1999, Τριμ Δοικ Πρωτ. 6718/1998). Με την απόφαση Τριμ Δοικ
ΠρωτΑθ 1907 την οποία επικύρωσαν οι ΔοικΕφ 3826/1999 και ΣΤΕ Τμ Α΄ 521/2006
απαλλάχθηκαν νοσοκομείο και γιατροί από την ευθύνη της ανθρωποκτονίας εξ
αμελείας νεαρής γυναίκας κατά την διενέργεια χειρουργικής επέμβασης αγγειοβριθούς
οπισθοπεριτοναικού όγκου.
Με τελευταία εγκύκλιο του υπουργείου οικονομικών του 2012,
προβλέπεται η ενεργοποίηση διάταξης του υπαλληλικού κώδικα, η οποία υπήρχε αλλά
ήταν ανενεργής, σύμφωνα με την οποία, οι δημόσιοι υπάλληλοι που με δόλο ή βαρειά
αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έγιναν υπαίτιοι να ζημιωθεί το
δημόσιο, θα υποχρεώνονται να πληρώσουν προς το κράτος τις ζημίες που του
προξένησαν. Ουσιαστικά δηλαδή προβλέπεται η αστική ευθύνη όλων των δημοσίων
υπαλλήλων, συνεπώς γιατρών ή νοσηλευτών που εργάζονται για λογαριασμό του
δημοσίου. Η σκοπούμενη εφαρμογή της εγκυκλίου σημαίνει ότι το Δημόσιο πλέον θα
στρέφεται και αναγωγικά κατά του υπαίτιου φυσικού προσώπου (πχ γιατρού ή
νοσηλευτή), αφού υποχρεωθεί σε αποζημίωση κατά τις διατάξεις της αστικής
ευθύνης.
Η διαδικασία θα κινείται από τον Γενικό Επίτροπο Επικρατείας
του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος θα ενημερώνεται από τις αρμόδιες υπηρεσίες,
οι οποίες καταβάλλουν τα χρήματα στους ζημιωθέντες.
Συγκεκριμένα η τελευταία εγκύκλιος (2012) του υπουργείου
οικονομικών ορίζει ότι: «Ο υπάλληλος ευθύνεται έναντι του δημοσίου για κάθε
ζημία την οποία προξένησε σ’ αυτό κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ο
υπάλληλος ευθύνεται επίσης για την αποζημίωση, την οποία κατέβαλε το δημόσιο σε
τρίτους για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις του κατά την εκτέλεση των
καθηκόντων του, εφόσον οφείλονται σε
δόλο ή βαρειά αμέλεια. Σε περίπτωση δόλου του υπαλλήλου, αυτός παραπέμπεται
υποχρεωτικώς στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Σε περίπτωση βαρείας αμέλειας, αν ο υπάλληλος
παραπεμφθεί, το Ελεγκτικό Συνέδριο, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, μπορεί
να καταλογίσει σε αυτόν μέρος μόνο της ζημιάς που επήλθε στο Δημόσιο ή της
αποζημίωσης που το τελευταίο υποχρεώθηκε να καταβάλει. Αν περισσότεροι
υπάλληλοι προξένησαν από κοινού ζημιά στο Δημόσιο, ευθύνονται εις ολόκληρον
κατά τις διατάξεις του Αστικού Δικαίου, ενώ η αξίωση του Δημοσίου κατά
υπαλλήλων του για αποζημίωση παραγράφεται σε πέντε έτη».
Δικαιολογητικός λόγος της έκδοσης της εγκυκλίου, μάλλον δεν
είναι κάποιος διακαής πόθος για την εφαρμογή του νόμου, αλλά η πολυπόθητη
αύξηση των εσόδων στα δημόσια ταμεία, έστω και με αυτόν τον τρόπο.
Τα κείμενα στο βιβλίο της κας Μαυροφόρου που αναφέρονται
στην «Αποζημίωση των ιατρών που
δουλεύουν στο ΕΣΥ» σελ. 97 και στην «Ευθύνη
των ιατρών-μελών ΔΕΠ», σελ. 98-99, τροποποιούνται ως εξής σύμφωνα με την
τελευταία εγκύκλιο του υπουργείου οικονομικών:
Οι γιατροί που εργάζονται στα δημόσια νοσοκομεία ως
επιμελητές ή ειδικευόμενοι ή διευθυντές σ’ αυτά, καθώς και οι γιατροί μέλη ΔΕΠ
που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σ’ αυτά όταν διαπράξουν ένα ιατρικό λάθος και
κληθεί το νοσοκομείο να παράσχει αποζημίωση προς τους ζημιωθέντες από αυτούς
ασθενείς, το νοσοκομείο διατηρεί το δικαίωμα να στραφεί αναγωγικά εναντίον τους
και με τις διατάξεις των αδικοπραξιών και να αναζητήσει τα χρήματα που κατέβαλε
προς τους ασθενείς.
Άρα αυτό που υποστηρίζαμε στο παρελθόν ότι δηλαδή οι γιατροί
που εργάζονται στα δημόσια νοσοκομεία έχουν κυρίως ποινική ευθύνη, αφού η
αστική τους ευθύνη προς τους ασθενείς δεν ενεργοποιούνταν και το νοσοκομείο δεν
αναζητούσε το χρηματικό ποσό που κατέβαλε προς τον ασθενή, σήμερα ενόψει της
κρίσης, σταματά η ασυλία που απολάμβαναν οι γιατροί των κρατικών νοσοκομείων ή
κέντρων υγείας σε επίπεδο αστικής τους ευθύνης, και θα αναζητήσει τα χρήματα
αυτά.