Οι κατάκοποι ήρωες του ΕΣΥ
Πριν από τρεις μήνες περίπου ένα τυπικό, εκ πρώτης όψεως, Δελτίο Τύπου του Υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης χάρισε στο λαίμαργο κόσμο των social media ολόφρεσκο υλικό για τρολάρισμα. Δεν περιείχε κάτι ιδιαίτερα αστείο. Το αντίθετο. Αποτύπωνε με νούμερα τον ανορθολογισμό της δημόσιας διοίκησης και την απαξίωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Ειδικότερα, σύμφωνα με το Μητρώο Ανθρώπινου Δυναμικού του Ελληνικού Δημοσίου
, στο ελληνικό κράτος υπάρχουν 7.271 γιατροί κλάδου ΕΣΥ και 9.298 κληρικοί. Από την στιγμή, λοιπόν, που η συντεταγμένη πολιτεία εναπόθεσε στον Θεό τις προσδοκίες της για λύτρωση, το χιούμορ έγινε το τελευταίο αντίδοτο στην απελπισία.
«Οικονομία του πόνου»
Η απογραφή του Υπουργείου δεν έδειξε τίποτα περισσότερο από αυτό που ψυχανεμιζόμασταν κάθε φορά που κάναμε ζάπινγκ στα δελτία ειδήσεων και πέφταμε σε μια όλο και μεγαλύτερη ουρά στα δημόσια νοσοκομεία ή, ακόμα χειρότερα, από αυτό που ζήσαμε όταν χρειάστηκε να στηθούμε οι ίδιοι σ’ αυτή την ουρά του τρόμου. Η αποψίλωση του δημόσιου συστήματος υγείας δεν είναι μια δραματοποιημένη μιντιακή αφήγηση, ούτε ένας κίνδυνος που ελλοχεύει. Είναι μια συντελεσμένη πραγματικότητα και αποτελεί ίσως την επιτομή αυτού που ο Αμερικανός οικονομολόγος Paul Krugman κωδικοποίησε στην αρχή της ελληνικής κρίσης ως «οικονομία του πόνου». Όπως προκύπτει από τα στοιχεία των κρατικών προϋπολογισμών, ήδη από το 2011 η συνολική δαπάνη για την υγεία μειώθηκε κατά 4,4 δισ. ευρώ και το 2012 κατά άλλα 2 δισ. ευρώ. Μέσα από ένα πτωτικό σπιράλ φτάσαμε στο 2015, όπου η συνολική δαπάνη υγείας ανήλθε στα 15 δισ., εκ των οποίων η δημόσια δαπάνη περιορίζεται στα 9,5 δισ. ευρώ. Πρόκειται για ποσοστό της τάξης του 5% του ΑΕΠ, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κυμαίνεται στο 7,8%.
Στη δίνη αυτών των αποκαρδιωτικών αριθμών στροβιλίζονται οι άνθρωποι με τις λευκές στολές. Όχι εκείνοι που φιγουράρουν ψηλά στις λίστες της φοροδιαφυγής και πιθανότατα έχουν ξεχάσει το χρώμα της ιατρικής μπλούζας, ούτε εκείνοι που κηλίδωσαν ένα ιεροποιημένο στη συνείδησή μας λειτούργημα παίζοντας στα ζάρια την ανθρώπινη ζωή και καθιστώντας το «φακελάκι» διεθνή όρο δυσφήμισης της ιατρικής. Η πλειοψηφία των γιατρών του ΕΣΥ δεν είναι αυτό. Είναι αυτές οι αεικίνητες σιλουέτες που πηγαινοέρχονται αδιάκοπα στους ορόφους των νοσοκομείων, οι άνθρωποι που ξεσπάμε όταν περιμένουμε στα επείγοντα και φιλάμε όταν φεύγουμε, τα πρώτα νούμερα στο κινητό μας που απαιτούμε να είναι πάντα διαθέσιμα για τις αγωνίες μας, οι άυπνοι φύλακες της ζωής που δίνουν μια καθημερινή μάχη με το θάνατο, άλλοτε την κερδίζουν κι άλλοτε τη χάνουν αλλά το επόμενο πρωινό είναι πάντα εκεί με κοκκινισμένα μάτια. Σε μια τεταμένη περίοδο που η αύξηση της νοσολογίας και η απομείωση των πόρων για τη δημόσια υγεία ενεργοποιούν πρωταρχικούς φόβους, το inside story παρουσιάζει την πένθιμη ακτινογραφία του ΕΣΥ μέσα από τα βιώματα των γιατρών του.
Μεσημέρι στον Ερυθρό Σταυρό
Το καυτό μεσημέρι της Δευτέρας του Αγίου Πνεύματος η Αθήνα έμοιαζε ερημωμένη και η εντυπωσιακά άδεια Κηφισίας με οδήγησε πολύ γρήγορα στον Ερυθρό Σταυρό, όπου μια καφέ γάτα είχε ξαπλώσει νωχελικά στην καλύτερη σκιά του προαυλίου. Στο ισόγειο αναπτυσσόταν σιγά σιγά ένα γνώριμο αλλά κάπως πιο δύστροπο, λόγω ζέστης, σούσουρο. Ασθενείς με αυτοσχέδιες βεντάλιες κι ένα νούμερο στα χέρια περίμεναν να έρθει η σειρά τους, γιατροί μπαινόβγαιναν, νοσοκόμες και τραυματιοφορείς έπαιζαν έναν ιδιότυπο ρόλο εσωτερικής τροχονόμευσης. Η πιο πολυακουσμένη λέξη ήταν «άκρη!». Μια γιαγιά, μιμούμενη αυτοσαρκαστικά κάπως, αλλά χωρίς ίχνος θυμού, τη νοσηλεύτρια, φώναζε κι αυτή με τη σειρά της, κάπως πιο υποτονικά και γελαστά, «άκρη, άκρη» καθώς έσερνε το φορείο με το σύζυγό της. Ένα περιστέρι διέσχισε γρήγορα τους μουντούς θαλάμους αναστατώνοντας πρόσκαιρα τη νοσοκομειακή ρουτίνα. Παρακολουθούσα σαστισμένη την αλλόκοτη πορεία του, όταν με υποδέχτηκε η διευθύντρια μιας εκ των δύο παθολογικών κλινικών του νοσοκομείου. «Α ναι, τα μεσημέρια τα περιστέρια χοροπηδάνε στους δίσκους των ασθενών και τα βράδια τα κουνούπια σε κάνουν κόσκινο γιατί δεν έχουμε σήτες» σχολίασε. Η Βάνα Τζαβάρα είναι παθολόγος-κλινική ανοσολόγος και εργάζεται στον Ερυθρό Σταυρό 13 χρόνια.
«Αυτό που ζούμε τώρα δεν έχει καμία σχέση με την περίοδο που τελείωσα την ειδικότητα. Τότε γινόταν καλή ιατρική, χωρίς να φτάνουμε στα όριά μας. Έχουμε αύξηση της προσέλευσης στο νοσοκομείο την τελευταία πενταετία σε τριπλάσιο περίπου βαθμό. Στην εφημερία ο χρόνος αναμονής μπορεί να φτάσει και τις πέντε ώρες. Κανείς δεν έχει χρήματα ούτε να πάει να τον ακροαστεί ένας ιδιώτης γιατρός. Κάνουμε δουλειά πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας περίθαλψης μαζί. Σε μια γενική εφημερία βλέπουμε κατά μέσο όρο 500 ασθενείς, μόνο στο παθολογικό. Έχουμε πάρα πολλούς άστεγους, πρόσφυγες, γενικά ανθρώπους παρατημένους που δεν ξέρεις τίποτα για το ιστορικό τους. Βλέπουμε περιστατικά που παλιότερα σπάνιζαν, π.χ. παππούδες εγκαταλελειμμένους στη χειρότερη δυνατή κατάσταση, έτοιμους να “φύγουν” και με άσχημο τρόπο. Παλιά δεν τα έβλεπες αυτά γιατί προφανώς ο κόσμος είχε λεφτά να τους στείλει σε οίκο ευγηρίας ή να πάρει μια γυναίκα να τους φροντίζει».
Η Βάνα θεωρεί το τμήμα της σχετικά «τυχερό», αφού έχει έλλειψη μόλις σε έναν ειδικευμένο γιατρό, ενώ στο άλλο παθολογικό τμήμα υπάρχουν 3-4 κενά. Υπάρχουν, όμως, περίοδοι που μπορεί να λείπουν και τα πιο απλά αναλώσιμα υλικά, όπως οι γάζες. Μια άλλη διάσταση που αναδεικνύει είναι ο κανόνας που έχει επικρατήσει για τον πιο φθηνό προμηθευτή. «Ο πιο φθηνός συχνά είναι και ο πιο κακός. Μπορεί να παίρνουμε δηλαδή τα πιο φθηνά γάντια αλλά σκίζονται τρία ζευγάρια μέχρι να βρεις ένα καλό, άρα στο τέλος δεν υπάρχει εξοικονόμηση. Τα ασανσέρ χαλάνε συνέχεια γιατί χρειάζονται συντήρηση. Μόλις πρόσφατα δημιουργήθηκε ξεχωριστό ασανσέρ για τα νοσοκομειακά απόβλητα, παλιότερα άνθρωποι και σκουπίδια πήγαιναν μαζί». Εξάλλου ο Ερυθρός Σταυρός εκτός από τα πάγια προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα υπόλοιπα νοσοκομεία κουβαλάει και την “αμαρτωλή” κληρονομιά της διοίκησης Μαρτίνη, με πολλές υποθέσεις κακοδιαχείρισης και πολλά σημεία που παραμένουν αδιαφανή.
Οι γιατροί πάντως του νοσοκομείου στην πλειοψηφία τους δεν ευνοήθηκαν καθόλου από τον χορό του χρήματος των προηγούμενων ετών και λούζονται μόνο τις επιπτώσεις: «Στο γραφείο είμαστε 15 γιατροί που πρέπει σ’ αυτό το μικρό χώρο να καθίσουμε, να γράψουμε ιστορικά, να διαβάσουμε με χαλασμένο air condition. Για τις εφημερίες δεν το συζητώ. Στις γενικές εφημερίες δεν προλαβαίνεις ούτε να κοιμηθείς, ούτε να κάνεις μπάνιο. Για τις εσωτερικές εφημερίες υπάρχουν κάποιες πρωτόλειες δομές, με κοινά μπάνια και σπασμένες πόρτες. Χειρότερα από το camping που κάναμε στα νιάτα μας», λέει η Βάνα χαριτολογώντας.
Η μεγαλύτερη παραδοξότητα, βέβαια, είναι ότι ενώ έχει αυξηθεί ο φόρτος εργασίας για τους γιατρούς, έχουν μειωθεί οι μισθοί τους, προσθέτοντας σε μια δουλειά που ενσωματώνει εξαιτίας της ευαισθησίας της ένα δομικό άγχος, ένα πρόσθετο άγχος διεκπεραίωσης της καθημερινότητας. «Οι μισθοί μας έχουν μειωθεί κατά 40% περίπου στην πενταετία. Εγώ εδώ παίρνω 1.857 ευρώ. Στο Λονδίνο με τον ίδιο βαθμό θα έπαιρνα 5.000 λίρες και με πολύ διαφορετικές συνθήκες. Έχουμε αλλάξει οι ίδιοι μέσα από όλα αυτά. Ενσωματώνουμε πολύ περισσότερο στρες. Παλιά είχες την ανησυχία αν θα πάει καλά ο ασθενής σου, τώρα έχεις και την αγωνία αν θα καταφέρεις εσύ να επιβιώσεις και να ανταπεξέλθεις στις υποχρεώσεις σου. Εδώ τα χουμε ζήσει όλα. Υπερκόπωση, λιποθυμίες, αφυδάτωση. Κι εγώ. Έπαθα ορθοστατικό ίλιγγο και τέζα. Θυμάμαι να είμαι με τον ορό στο κρεβάτι και να δίνω οδηγίες μέχρι να έρθει ο επόμενος γιατρός να με αντικαταστήσει. Είχαμε βάλει έναν πάγκο πίσω από το εξεταστικό κρεβάτι κι ήμασταν εμείς οι νοσηλευόμενοι». Kαθώς εξιστορεί τη διαδρομή της από τα φοιτητικά αμφιθέατρα στο Λονδίνο, στη συνέχεια σε μεγάλο ιδιωτικό θεραπευτήριο και τέλος στον Ερυθρό Σταυρό, επανοικειοποιείται τους λόγους που βρίσκεται ακόμα εδώ: «Ξέρεις, εμείς μπήκαμε στο ΕΣΥ εντελώς ιδεαλιστικά. Πιστεύαμε στο δικαίωμα του πολίτη να έχει ένα καλό δημόσιο και δωρεάν σύστημα ιατροφαρμακευτικής φροντίδας. Ακόμα και τώρα, κάθε φορά που σώζεις ένα περιστατικό που είναι έτοιμο να “φύγει”, είναι ένα ανεπανάληπτο συναίσθημα».
Το ιατρικό brain-drain
Όταν έφευγα, μια καινούργια εφημερία ξεκινούσε στον Ερυθρό. Στον τοίχο μια αφίσα έταζε «γρήγορη επαγγελματική αποκατάσταση στην Αγγλία» αναζητώντας μια σειρά από ιατρικές ειδικότητες. Σκεφτόμουν ότι στη λήξη μιας εφημερίας, κάποιος γιατρός θα πληκτρολογήσει το νούμερο της αφίσας. Μελέτη της Greek Medical Association UK και τον τομέα Επιδημιολογίας και Βιοστατιστικής της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας
έδειξε ότι το 44,3% του ιατρικού και νοσηλευτικού επαγγέλματος στη χώρας μας είναι λίγο ή καθόλου ικανοποιημένο από την προοπτική της δουλειάς του και ένας στους δύο βλέπει θετικά το ενδεχόμενο εργασίας εκτός συνόρων. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία 17.000 Έλληνες γιατροί, ειδικευόμενοι και ειδικευμένοι, έχουν φύγει στο εξωτερικό, 8.500 από αυτούς μόνο στη Γερμανία. Κι αν παλιότερα μετανάστευαν κυρίως οι νέοι γιατροί για να αποκτήσουν πιο έγκαιρη πρόσβαση στην ειδικότητα, πλέον οι λίστες αναμονής για ειδικότητα έχουν εξανεμιστεί. Οι γιατροί φεύγουν για λόγους οικονομικούς και επαγγελματικής εξέλιξης.
Υπάρχουν ειδικότητες, όπως η κυτταρολογία και η καρδιοχειρουργική που δεν έχουν καθόλου λίστες αναμονής γιατί όλοι έχουν πάει στο εξωτερικό
Με βάση τα στοιχεία της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας οι μέσες ετήσιες αποδοχές ενός γιατρού με ειδικότητα στη Φινλανδία είναι 74.000 δολάρια, στη Γερμανία 77.000 δολάρια, στην Ελβετία 130.000 δολάρια, στο Ηνωμένο Βασίλειο 150.000 δολάρια, στις ΗΠΑ 230.000 δολάρια και στην Ολλανδία 253.000 δολάρια. Στην Ελλάδα, οι γιατροί του δημοσίου θα χρειαστούν πολλές ζωές για να προσεγγίσουν αυτά τα ποσά. «Υπάρχουν ειδικότητες, όπως η κυτταρολογία και η καρδιοχειρουργική που δεν έχουν καθόλου λίστες αναμονής γιατί όλοι έχουν πάει στο εξωτερικό. Όσοι γιατροί συνταξιοδοτήθηκαν δεν αναπληρώθηκαν, με αποτέλεσμα να υπάρχουν αυτή τη στιγμή 6.000 κενές οργανικές θέσεις γιατρών και 20.000 νοσηλευτικού προσωπικού. Στα νοσοκομεία υπάρχει πλέον χάσμα γενεών. Βλέπεις μόνο άσπρα μαλλιά και άσπρες μπλούζες ειδικευόμενων. Οι ενδιάμεσοι επιστημονικοί κρίκοι απουσιάζουν. Εγώ με 36 χρόνια προϋπηρεσίας παίρνω 1.700 ευρώ και μαζί με τις εφημερίες δεν φτάνω τα 2.000 ευρώ. Προ κρίσης ήταν 3.200 ευρώ το μήνα», λέει ο αντιπρόεδρος της Ένωσης Νοσοκομειακών Γιατρών Αθήνας-Πειραιά (ΕΙΝΑΠ) και καρδιοχειρουργός στον Ευαγγελισμό, Ηλίας Σιώρας. «Έχω υπολογίσει ότι έχω κάνει στη ζωή μου 1.800 εφημερίες. Είναι δηλαδή σαν να έχω περάσει πέντε ολόκληρα χρόνια μέσα στο νοσοκομείο, χωρίς να κοιμηθώ, να πάω σπίτι, να αντιλαμβάνομαι καλά-καλά τις διακυμάνσεις του φωτός κατά τη διάρκεια του 24ώρου».
Παιχνίδι ζωής και θανάτου πάνω στη θάλασσα
Στο νοσοκομείο Μεταξά έχω πάει κάμποσες φορές για ρεπορτάζ. Κάθε φορά που ανεβαίνω τα σκαλιά κι αντικρίζω από τις μισάνοιχτες πόρτες τη γαλήνια και απέραντη θάλασσα του Πειραιά εντυπωσιάζομαι. Από τη μία μου φαίνεται εντελώς παράταιρη εικόνα σε σχέση με τον πόνο που εσωκλείει ένα μεγάλο αντικαρκινικό νοσοκομείο, από την άλλη νιώθω ότι είναι μια δύναμη ηρεμίας για τους ασθενείς του, διαμορφώνει την προοπτική ενός ανοιχτού ορίζοντα εκεί που όλα μοιάζουν σφραγισμένα και χαράζει νοητά ταξίδια. «Ναι, τουλάχιστονέχουμε ωραία θέα εδώ», λέει ο διευθυντής ενός από τα δυο παθολογικά-ογκολογικά τμήματα του νοσοκομείου, Χρήστος Κοσμάς.
Όταν πρωτοήρθε εδώ πριν από 15 χρόνια υπήρχαν δυο ογκολογικά τμήματα με έξι ειδικευμένους γιατρούς το καθένα. Στα χρόνια της κρίσης έφτασαν να έχουν από δύο ειδικευμένους γιατρούς το καθένα. Τώρα οι μισές από τις κενές θέσεις έχουν πληρωθεί, αλλά με όρους προσωρινότητας. Έχοντας υπόψη μου ότι ο Ιατρικός Σύλλογος Αθήνας κατέθεσε αναφορά
προς τον εισαγγελέα ζητώντας να διερευνηθεί αν υπάρχουν ποινικές ευθύνες για τις μεγάλες αναμονές για ακτινοθεραπεία των καρκινοπαθών, ρωτώ τον κ. Κοσμά πόσο χρειάζεται συνήθως να περιμένει κάποιος στο Μεταξά για ακτινοθεραπεία. «Αν το περιστατικό είναι επείγον, προσπαθούμε να το βάλουμε σε μια προτεραιότητα και να ξεκινήσει περίπου στις 20 μέρες. Αν δεν είναι τόσο επείγον μπορεί να φτάσει στους δύο μήνες αναμονής. Το πρόβλημα γι’ αυτές τις καθυστερήσεις είναι ότι έχουμε μόλις ένα ακτινοθεραπευτικό μηχάνημα και λίγους ακτινοθεραπευτές. Στον Άγιο Σάββα η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη, μπορεί να χρειαστεί να περιμένει κάποιος και πέντε μήνες». Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, στη χώρα μας θα έπρεπε να λειτουργούν 60 ακτινοθεραπευτικά μηχανήματα, λειτουργούν όμως μόλις 37, εκ των οποίων τα 24 στον δημόσιο τομέα. Στις ελλείψεις εξοπλισμού ο κ. Κοσμάς προσθέτει έναν αξονικό τομογράφο που λόγω παλαιότητας χαλάει συνέχεια κι έναν μαγνητικό που δεν υπάρχει καν.
«Το βασικότερο πρόβλημα είναι ότι το Μεταξά κάνει εφημερίες κάθε τέσσερις μέρες, όπως τα γενικά νοσοκομεία. Έρχονται ασθενείς που δεν έχουν παρακολουθηθεί ποτέ από το νοσοκομείο. Πρόκειται κυρίως για βαριά περιστατικά που επειδή δεν τα παίρνει κανένας άλλος, τα δεχόμαστε εμείς. Μ’ αυτό τον τρόπο όμως απορρυθμίζεται η λειτουργία του νοσοκομείου. Το σύστημα επιφορτώνεται με νέα και δύσκολα περιστατικά με αποτέλεσμα να καθυστερούν οι θεραπείες και οι νοσηλείες των ασθενών που παρακολουθούνται από το νοσοκομείο. Το άλλο είναι ότι στη χώρα, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στο εξωτερικό, δεν υπάρχουν ξενώνες για ασθενείς τελικού σταδίου. Έτσι μένουν στα αντικαρκινικά νοσοκομεία. Δε μπορείς να τους διώξεις, ούτε να επιβάλλεις στους συγγενείς να τους πάρουν σπίτι τους, διότι μπορεί να μη το αντέχει ψυχολογικά ή μπορεί να χρειάζεται μια ειδική νοσηλευτική μεταχείριση».
Στο νοσοκομείο τα πρώτα χρόνια της κρίσης υπήρξε μια αύξηση της κίνησης, κυρίως λόγω ασθενών που ενώ προηγουμένως πήγαιναν σε ιδιωτικά νοσοκομεία, διέκοψαν τις εκεί θεραπείες τους λόγω κόστους και απευθύνθηκαν στο δημόσιο. Πλέον η κίνηση έχει σταθεροποιηθεί, αλλά ο όγκος δουλειάς είναι μεγαλύτερος λόγω έλλειψης προσωπικού. «Εδώ βλέπουμε συχνά περιστατικά σε προχωρημένο στάδιο. Πιστεύω ότι αυτό οφείλεται στις περιοχές που εξυπηρετούμε. Είναι άνθρωποι από τον Πειραιά και τα δυτικά προάστια που έχουν χαμηλό κοινωνικοοικονομικό προφίλ και ίσως γι’ αυτό δεν υπήρχαν οι δυνατότητες για έγκαιρη διάγνωση», λέει ο κ. Κοσμάς και τονίζει μιαν ακόμα πτυχή: «Έχει υποχωρήσει πολύ το κομμάτι της έρευνας και της εκπαίδευσης. Όταν ανέλαβα εδώ, κάναμε κάθε μέρα μαθήματα. Τώρα ούτε να το σκεφτείς. Αν προλάβεις να πεις κάτι στον ειδικευόμενο την ώρα της δουλειάς, πάλι καλά. Είναι πολύ απογοητευτικό αυτό για τους νέους γιατρούς, νιώθουν ότι δεν εξελίσσονται».
Το νοσοκομείο κουβαλάει μεγάλη φόρτιση. Οι τοίχοι του διηγούνται ιστορίες συγκίνησης με νίκες αλλά και αμετάκλητες ήττες. Στους διαδρόμους του η ζωή με το θάνατο έπαιξαν πολλές φορές κυνηγητό κι όσες φορές η ζωή ξεγλίστρησε, οφειλόταν στους ανθρώπους που μεγαλώνοντας δεν άφησαν ποτέ να ξεθολώσει μέσα τους η ρομαντική υπόσχεση του καλού γιατρού. Ο Χρήστος Κοσμάς μου μίλησε για ασθενείς που τους παρακολουθούσε χρόνια, έβλεπε τα παιδιά τους να ψηλώνουν, τους έζησε ως εργαζόμενους και μετά άνεργους ή ευκαιριακά απασχολήσιμους, γίνονταν καλά και μετά επιδεινώνονταν πάλι, έζησε τη χαρά και τη λύπη τους όχι απλά στο πλαίσιο της τεχνοκρατικής στρατηγικής ενός επιστήμονα, αλλά ως υπόθεση προσωπική που αναπόφευκτα διεισδύει στον ψυχισμό σου και γίνεται ένα από εκείνα τα σπασμένα γυαλάκια
που έλεγε ο Ουρουγουανός λογοτέχνης Εδουάρδο Γκαλεάνο. Κι άλλες στιγμές, ακόμα πιο αθέατες και σκληρές, όπως εκείνες που περιέγραψε ο Σταύρος Ψυλλάκης
στο ντοκιμαντέρ «Μεταξά: Aκούγοντας το Xρόνο»
για τους γιατρούς που νόσησαν από καρκίνο. «Έτυχε να παρακολουθήσω έναν συνάδελφο που δούλευε στα εργαστήρια του νοσοκομείου. Τελικά πέθανε. Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να αντιμετωπίσεις ως ασθενή αυτόν που μέχρι πρότινος δουλεύατε μαζί. Το χειρότερο είναι ότι έχει ο ίδιος επίγνωση του τι θα γίνει», είπε και φόρεσε ξανά τη λευκή ποδιά με το μικρό κόκκινο γαρύφαλλο του Μεταξά με μια τελευταία αποστροφή του λόγου: «Γενικά, δεν είμαι πολύ υπέρ της ποδιάς. Έχω την αίσθηση ότι δημιουργεί απόσταση ανάμεσα στο γιατρό και τον ασθενή».
ΕΣΥ: Εκεί που ο ιδεαλισμός συγκρούεται με την πραγματικότητα
Η αλήθεια είναι ότι το ΕΣΥ δεν φημιζόταν ποτέ ως ένα από τα πιο άρτια οργανωμένα συστήματα υγείας στην Ευρώπη. Είχε ανέκαθεν δυσλειτουργίες και προβλήματα, τόσο επειδή το κοινωνικό κράτος της χώρας δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα ανεπτυγμένο, όσο και από ζητήματα κακοδιαχείρισης και διασπάθισης δημόσιου χρήματος που σχετίζονταν με τη σκοτεινή ιστορία των προμηθειών. Παρόλα αυτά, λειτουργούσε με πολύ καλύτερους όρους από τους σημερινούς και παρείχε ένα υψηλότερο επίπεδο υπηρεσιών. Η συνεχιζόμενη υποστελέχωση και υποχρηματοδότηση έχει επιπτώσεις στους χρήστες των υπηρεσιών υγείας. Η πρόσφατη δημοσιοποίηση έρευνας της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής
που διενεργήθηκε το 2014 φανέρωσε μεταξύ άλλων ότι το 12,9% των ασθενών δεν έλαβε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη λόγω μεγάλης λίστας αναμονής, το 6% λόγω απόστασης και το 9,4% λόγω έλλειψης ειδικοτήτων ιατρών. Γι’ αυτό και στο δείκτη Euro Health Consumer Index
, που αξιολογεί τα συστήματα υγείας σε 35 ευρωπαϊκές χώρες βάσει 48 κριτηρίων, η χώρα έχει κατρακυλήσει από την 22η θέση το 2012 στην 28η το 2015, αφήνοντας πίσω της μόνο τις Λετονία, Σερβία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Αλβανία, Πολωνία και Μαυροβούνιο.
Οι παραπάνω γιατροί έζησαν το ΕΣΥ και στις καλύτερές του μέρες κι ενδεχομένως πρόλαβαν έστω σ’ έναν βαθμό να υλοποιήσουν κάποιες από τις προσδοκίες που είχαν όσον αφορά στην εξέλιξή τους. Για τους νέους γιατρούς που προσγειώθηκαν απότομα από τα φοιτητικά αμφιθέατρα στα υπό κατάρρευση δημόσια νοσοκομεία, η απογοήτευση είναι διάχυτη και ζωγραφίζεται σε νεανικά πρόσωπα που σκυθρωπιάζουν απότομα. Ο Άγγελος Ζούγκλος είναι ένας από αυτούς.
Στα 29 του μπαίνει στο τέταρτο έτος της πνευμονολογίας στο Σισμανόγλειο, έχοντας περάσει έναν χρόνο από το νοσοκομείο των Χανίων. «Το 50% του έτους μου βρίσκεται στο εξωτερικό. Εγώ στην αρχή δεν σκέφτηκα να φύγω. Να σου πω την αλήθεια, τώρα το σκέφτομαι. Στη Γερμανία ο μισθός για ειδικευόμενους είναι 2.000-2.500 ευρώ. Εδώ ξεκίνησα με κάτω από 1.000 ευρώ», μου λέει στο καλωσόρισμα και απαντώντας στην αυθόρμητη ερώτηση «Πώς και δεν έφυγες;». Τον συνάντησα στο σπίτι του, του έμενε μια ακόμα μέρα άδειας προτού να επιστρέψει στις επάλξεις. «Πήρα το πρώτο κομμάτι της άδειας μου νωρίς γιατί ένιωθα κουρασμένος. Δεν είναι ακριβώς θέμα σωματικής κούρασης. Όταν είσαι νέος την αντέχεις και τα ξενύχτια και οι αϋπνίες είναι μέσα στο παιχνίδι. Είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο. Μπουκώνεις. Στα Χανιά για πολύ καιρό έκανα 9 εφημερίες το μήνα, δηλαδή τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα ήμουν μέσα στο νοσοκομείο χωρίς ρεπό. Ο κανονισμός προβλέπει ότι ο ειδικευόμενος μπορεί να κάνει μέχρι 7 εφημερίες και για παραπάνω χρειάζεται δική του συναίνεση. Κάποια στιγμή έκανα δήλωση ότι δεν δέχομαι να κάνω πάνω από 7 εφημερίες. Επίσης προβλέπεται να παίρνεις ρεπό μετά από κάθε εφημερία. Είναι αντισταθμιστική ανάπαυση, γιατί ο οργανισμός σου χρειάζεται να χαλαρώσει για να ανασυγκροτηθεί. Στο εξωτερικό, μετά από κάθε εφημερία σε διώχνουν να πας να ξεκουραστείς. Εδώ δεν έχω πάρει ούτε τα μισά ρεπό από αυτά που δικαιούμαι. Τον πρώτο χρόνο της ειδικότητας υπήρξε διάστημα που στις 180 ώρες, πέρναγα τις 130 στο νοσοκομείο».
Ο Άγγελος, όπως και όλοι οι γιατροί που μίλησα, κάποια στιγμή ξεκίνησε την άβολη παράθεση των ελλείψεων. Συχνά λείπουν απλά αναλώσιμα όπως οι σύριγγες, η υγρή ξυλοκαΐνη, το διαγνωστικό τεστ φυματίωσης (Mantoux) και άλλα φάρμακα που τελικά έχει χρειαστεί να τα φέρουν μόνοι τους οι ασθενείς. Περιγράφει τις πατέντες που κατά καιρούς έχουν σκαρφιστεί για να λύσουν προβλήματα, εκεί που υπό κανονικές συνθήκες υπάρχουν έτοιμα kit. «Το κυριότερο όμως είναι ότι στους χειμερινούς μήνες, όταν αυξάνονται τα πνευμονολογικά περιστατικά, οι συνθήκες είναι τριτοκοσμικές. Δεν προλαβαίνεις να ασχοληθείς σοβαρά με το περιστατικό σου. Υπάρχει και επιθετικότητα, αλλά από μικρό ποσοστό. Θα δεις και ανθρώπους με αυταρχικές και στρεβλές αντιλήψεις τύπου “εγώ σε πληρώνω”, αλλά στην πλειοψηφία του ο κόσμος αντιλαμβάνεται την προσπάθεια που γίνεται κι αυτή η αλληλεπίδραση γιατρού-ασθενή είναι κάτι μαγικό».
Οι νέοι γιατροί επωμίζονται έναν μεγάλο όγκο πρακτικών εργασιών, «λάντζας» πιο απλά. Ενίοτε μπορεί να αντιμετωπίσουν καταπιεστικές συμπεριφορές κακών διοικήσεων. Η φωνή τους είναι πολύ πιο αδύναμη στο εσωτερικό σύστημα του νοσοκομείου. «Υπάρχουν στιγμές που σπας», λέει ο Άγγελος. «Και τι κάνεις όταν σπας;» ρωτάω. «Την καρδιά σου πέτρα», απαντάει γελώντας. «Ο καθένας μας προσπαθεί να αναπτύξει μηχανισμούς προφύλαξης και αυτοπροστασίας. Εγώ αναγνωρίζω στον εαυτό μου ότι έχει αλλάξει μέσα από αυτήν την εμπειρία. Αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχουν στιγμές που χρειάζομαι περισσότερη φροντίδα και προσοχή από τους δικούς μου ανθρώπους κι άλλες που απλά θέλω να γυρίσω σπίτι και να μην κάνω απολύτως τίποτα. Χρειάζονται πιο ανθρώπινες συνθήκες, αυτό πρέπει να διεκδικήσουμε γιατροί και ασθενείς μαζί».
Το στερεότυπο του γιατρού-θεού
Προφανώς στο φαντασιακό μας οι γιατροί είναι αγέρωχοι και άτρωτοι. Πέρα από κει, στο πεδίο της πραγματικής ζωής τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Τα διεθνή ερευνητικά πορίσματα δείχνουν ότι οι γιατροί, εξαιτίας του ιδιαίτερα στρεσογόνου επαγγέλματος που ασκούν έχουν περισσότερες πιθανότητες να υποφέρουν από επαγγελματική εξουθένωση (σύνδρομο burnout)
. Στη χώρα μας, που συχνά η ιατρική ασκείται σε οριακές συνθήκες στα δημόσια νοσοκομεία και χωρίς ισχυρά αντισταθμιστικά οφέλη, σκοράρουν ακόμα υψηλότερα στους σχετικούς δείκτες. Η διακρατική έρευνα «Επαγγελματική εξουθένωση γιατρών, φροντίδα υγείας και ασφάλεια ασθενών
» κατέληξε ότι το 41,7% των νοσοκομειακών γιατρών πάσχει από το σύνδρομο burnout, ενώ στους ειδικευόμενους το ποσοστό ανεβαίνει στο 49,1%. Αν και το δείγμα αφορούσε γιατρούς στα δημόσια νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης, θεωρείται ότι σκιαγραφεί μια αρκετά αντιπροσωπευτική εικόνα και για την υπόλοιπη χώρα.
Το burnout, στον βαθμό που παγιώνεται, μπορεί να μειώσει την απόδοση, να οδηγήσει στην έλλειψη συγκέντρωσης αυξάνοντας την πιθανότητα για ιατρικά λάθη και παραβλέψεις και να αποξενώσει τον γιατρό από το αντικείμενο του. Παρόλα αυτά, τα δημόσια νοσοκομεία σπανίως διαθέτουν δομές για την παρακολούθηση και την υποστήριξη του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού. «Σε μια περίοδο που η υγεία βασίζεται στο φιλότιμο των γιατρών, τα δημόσια νοσοκομεία θα έπρεπε να διαθέτουν γιατρό εργασίας που να παρακολουθεί το προσωπικό και να ελέγχει το εργασιακό περιβάλλον. Ωστόσο, αυτό συμβαίνει μόνο στο Θριάσιο. Στις υπόλοιπες μονάδες, είτε δεν υπάρχει καθόλου, είτε καθήκοντα γιατρού εργασίας ασκούν τυχαία και προσωρινά άλλες ειδικότητες. Στο εξωτερικό είναι πάγια πρακτική μόλις προσλαμβάνεσαι να περνάς από γιατρό εργασίας, ο οποίος σε παρακολουθεί σε ετήσια βάση και παρεμβαίνει όταν απαιτείται», επισημαίνει η Ευγενία Πανταζή, πρόεδρος του Πανελλήνιου Σωματείου Ειδικευμένων Ιατρών Εργασίας
.
Στο Γενικό Κρατικό Νίκαιας
Τελευταία στάση στη Νίκαια. Το Γενικό Νοσοκομείο στη καρδιά των λαϊκών προαστίων σφυγμομέτρησε την κρίση με μεγαλύτερη ίσως ακρίβεια κι από τις πιστοποιημένες εταιρείες στατιστικής. Εδώ θα συναντήσω τον νευροχειρουργό, Επιμελητή Α’ στο νοσοκομείο, Πάνο Παπανικολάου, σ’ ένα μικρό γραφείο υπό το διακριτικό βλέμμα μιας προτομής της Υγείας.
«Ό,τι βλέπεις εδώ μέσα είναι από την τσέπη μας, ο υπολογιστής, το κλιματιστικό, ο καναπές. Δεν προβλεπόταν τίποτα από τον προϋπολογισμό του νοσοκομείου. Άντε και κανένα δώρο από ασθενή. Ξέρεις, το φακελάκι έχει δυο μορφές: Υπάρχουν οι στυγνοί εκβιαστές που απαιτούν από τον ασθενή να τους δώσει λεφτά για να τον αναλάβουν. Αυτούς δεν τους θεωρώ καν συναδέλφους. Υπάρχει όμως και ο κόσμος που μετά από μια θεραπεία θέλει να δώσει στο γιατρό λεφτά για να τον ευχαριστήσει ή γιατί νιώθει υποχρέωση. Μου έχει τύχει να με κυνηγάει κάποιος να μου δώσει λεφτά, του εξήγησα ότι δεν πρόκειται να τα πάρω και πήγε κι αγόρασε έναν καναπέ για να ξεκουράζονται οι γιατροί», λέει. «Και οι γιατροί τελικά τον χρησιμοποιούν καθόλου; Ξεκουράζονται;» ρώτησα. «Έχουμε νόμους και δικαστικές αποφάσεις που ορίζουν ότι η εργασία του ειδικευμένου δεν πρέπει να ξεπερνά τις 48 ώρες εβδομαδιαίως και του ειδικευόμενου τις 52. Σπανίως τηρούνται. Στη γενική εφημερία μόνο μπορεί να φτάσεις και τις 48 ώρες σερί δουλειά. Δεν είναι αποκλειστικά το πότε θα τελειώσουν τα χειρουργεία. Πρέπει μετά ο ασθενής να τακτοποιηθεί, να βρεθεί κρεβάτι ή Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) αν χρειάζεται. Κι όταν δεν βρίσκεται, πρέπει να επικοινωνήσεις με άλλα νοσοκομεία για να βρεθεί. Μέχρι να βεβαιωθείς ότι ο ασθενής θα πάει εκεί που πρέπει, δεν τον αφήνεις».
Για τις χειρουργικές ειδικότητες τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα σε θέματα ωραρίου και εκτός εφημεριών. Ένα χειρουργείο που θα ξεκινήσει το πρωί δεν είναι δεδομένο ότι θα τελειώσει το μεσημέρι. Μπορεί να τραβήξει μέχρι το βράδυ κι αυτή η επιπρόσθετη εργασία οφείλεται καθαρά στο πλεόνασμα υπευθυνότητας που διαθέτουν οι γιατροί, καθώς από την στιγμή που γίνεται εκτός εφημερίας δεν πληρώνεται.
Οι 200 κλειστές ΜΕΘ πανελλαδικά αντιστοιχούν ετησίως σε 2.000 ζωές που θα μπορούσαν να έχουν σωθεί
Ο Πάνος Παπανικολάου ήταν από τους πρώτους γιατρούς που ανέδειξε την τραγική αντίφαση του συστήματος υγείας να μην υπάρχουν οι απαιτούμενες ΜΕΘ, όχι πάντα λόγω έλλειψης υποδομής, αλλά και λόγω έλλειψης προσωπικού. Τον Απρίλιο ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών κατέθεσε αναφορά στον εισαγγελέα
για τις 200 κλίνες ΜΕΘ που παραμένουν κλειστές επειδή δεν υπάρχουν γιατροί και νοσηλευτές. «Σύμφωνα με τις διεθνείς προδιαγραφές θα έπρεπε το 10% των κρεβατιών του νοσοκομείου να είναι ΜΕΘ και ΜΑΘ, δηλαδή εδώ θα έπρεπε να έχουμε 65. Έχουμε 15, εκ των οποίων οι 4 είναι κλειστές. Οι 200 κλειστές ΜΕΘ πανελλαδικά αντιστοιχούν ετησίως σε 2.000 ζωές που θα μπορούσαν να έχουν σωθεί». Το προσωπικό του νοσοκομείου έχει μειωθεί από το 2011 κατά 30% περίπου. Η κλινική που εργάζεται ο ίδιος έχει τα λιγότερα κενά, εργάζονται 7 ειδικευμένοι αντί 9 και 6 ειδικευόμενοι αντί 8. Συνολικά στο νοσοκομείο λείπουν 50 γιατροί, 200 νοσηλευτές, 100 άτομα βοηθητικό υγειονομικό προσωπικό και 100 άτομα τεχνικό και διοικητικό προσωπικό.
Δυστυχώς όμως, η νοσολογία δεν ακολουθεί την αριθμητική των δημοσιονομικών στόχων. Διαγράφει τη δική της αντίστροφη πορεία. «Έχουμε παρατηρήσει αύξηση στα καρδιαγγειακά νοσήματα και σε νεότερες ηλικίες απ’ ότι συνήθως, αύξηση στα εγκεφαλικά, τις κακοήθεις νεοπλασίες και τα ψυχιατρικά νοσήματα. Τα δύο τελευταία χρόνια καταγράφηκε αύξηση και στα τροχαία, παρότι πριν υπήρχε μείωση. Η διάλυση των δικτύων της πρωτοβάθμιας περίθαλψης σε μια νύχτα ώθησε τον κόσμο στα νοσοκομεία. Η υπερκόπωση του προσωπικού και τα κενά δημιουργούν επισφαλείς συνθήκες ιατρικής. Τα νοσοκομεία έχουν μετατραπεί σε ανοχύρωτες πόλεις. Αν η πλειοψηφία του κόσμου δεν αναγνώριζε την αυτοθυσία των γιατρών, θα είχαν καταστραφεί», καταλήγει ο κ. Παπανικολάου.
Όταν έφευγα, κάποιοι ασθενείς ξυπνούσαν από το μεσημεριανό τους ύπνο, κάποιοι έψαχναν ανακούφιση από τον δυνατό αθηναϊκό ήλιο του Ιουνίου ή στέκονταν απλά σιωπηλοί στα κρεβάτια τους μετρώντας του βασανιστικούς ρυθμούς του χρόνου. Πέρασα γρήγορα και αθόρυβα ανάμεσα από τα ράντζα. Την οριστικά απολεσθείσα εποχή της «αθωότητας» το ράντζο ήταν η ντροπή που όλοι ξόρκιζαν. Σήμερα είναι η νέα κανονικότητα, η σημειολογία που σε καλωσορίζει κυνικά στην έρημο του πραγματικού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου